Σε διάφορες περιόδους της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας, αναλυτές, διαχειριστές θεσμικών κεφαλαίων και άλλοι έχουν ισχυρισθεί ότι η καλή εποχή θα συνεχισθεί «γιατί αυτή τη φορά είναι διαφορετικά».
Όμως, η ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτή είναι ίσως η πιο επικίνδυνη φράση στη χρηματοοικονομική ιστορία. Κι αυτό γιατί έπεσαν έξω όσοι την είπαν.
Ας έλθουμε τώρα στην Ελλάδα.
Η χώρα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα, δηλ. τα κρατικά έσοδα υπερβαίνουν τις δαπάνες πλην τόκων -επί χρόνια, με εξαίρεση την χρονιά της πανδημίας. Οι τόκοι που πληρώνει ετησίως για το δημόσιο χρέος ύψους 4,9 δισ. ευρώ περίπου ξεπερνούν το πρωτογενές πλεόνασμα την τελευταία τριετία. Με άλλα λόγια, η χώρα πήρε νέα δάνεια για να αποπληρώσει μέρος των ετήσιων τόκων.
Το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος αποκλιμακώθηκε ραγδαία μετά το 2020, όταν ανήλθε σε επίπεδα-ρεκόρ ως προς το ΑΕΠ, οφείλεται πρωτίστως στον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ (πραγματική ανάπτυξη και πληθωρισμός). Η ανάπτυξη συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στο 160% του ΑΕΠ περίπου το 2023.
Όμως, οι ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν μπορεί να θεωρούνται δεδομένοι. Ιδίως μετά το 2026, όταν η χρηματοδότηση των επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι σχεδιασμένο να στερέψει. Επομένως, τα δημόσια οικονομικά θα αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία στη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι τόκοι θα αυξάνονται, καθώς τα χαμηλότοκα δάνεια του ESM και τα διμερή με χώρες της ΕΕ θα αντικαθίστανται με άλλα από την αγορά, που θα έχουν λογικά υψηλότερα επιτόκια.
Κι εδώ ακριβώς έρχεται η ιστορία να μας υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα επί μακρόν στο παρελθόν. Την περίοδο 1945-2015, η Ελλάδα κατέγραψε μέσο πρωτογενές έλλειμμα ίσο με 3% του ΑΕΠ περίπου. Υπήρξαν ασφαλώς και εξαιρέσεις.
Την περίοδο 1994-2001, δηλ. για 8 συνεχόμενα χρόνια, η χώρα εμφάνισε την καλύτερη δημοσιονομική επίδοση, με το πρωτογενές πλεόνασμα να ανέρχεται σε 1,75% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Αυτό επέτρεψε στην Ελλάδα να σημειώσει δημοσιονομικά ελλείμματα μικρότερα από 3% του ΑΕΠ και να ικανοποιήσει ένα από τα κριτήρια του Μάαστριχτ για είσοδο στην ευρωζώνη.
Όμως, η δημοσιονομική πειθαρχία χαλάρωσε μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίσει μέσο πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ την περίοδο 2002-2007 και πολύ μεγαλύτερο την περίοδο 2008-2009 κατά τη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Φυσικά, η Ελλάδα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση παγκοσμίως. Γενικά, οι χώρες βρίσκουν δύσκολο να επιτύχουν και πολύ περισσότερο να συντηρήσουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, π.χ. 10 χρόνια.
Δυστυχώς, η ιστορία δεν είναι με το μέρος της Ελλάδας εδώ. Αυτό φυσικά δεν θα φανεί φέτος ή του χρόνου αλλά σε βάθος χρόνου. Θα μπορούσε αυτή τη φορά να είναι διαφορετικά για την Ελλάδα; Μακάρι αλλά οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ της.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.