Παρά τη δραστική μείωση του λόγου δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ από το 200% και πλέον το 2020, μέσα στην πανδημία, στο 160% περίπου του ΑΕΠ το 2023, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει τα πρωτεία στην ευρωζώνη και την ΕΕ.
Επομένως, η μείωση του δημοσίου χρέους αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις τα επόμενα χρόνια και σίγουρα την επόμενη δεκαετία. Κατά την ταπεινή μας άποψη, το δημογραφικό αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη πρόκληση, αν και είναι συνδεδεμένα.
Λίγο πριν κλείσει το 2023, η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt δημοσίευσε ένα άρθρο για το ελληνικό χρέος, το οποίο ανέφερε ότι «μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν πληρώνει τόκους για τα δάνεια που έχει λάβει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το 2013. Λόγω αυτού η Αθήνα έχει εξοικονομήσει έως τώρα κόστος αναχρηματοδότησης ύψους περίπου 15 δισ. ευρώ. Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν από το 2032. Από εκείνη τη χρονιά οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα συνυπολογιστούν στο χρέος. Και μέχρι τότε θα μπορούσαν να ανέλθουν μέχρι τα 25 δισ. ευρώ. Έτσι, το 2032 απειλείται μια απότομη αύξηση του δείκτη χρέους, όπως και του κόστους αναχρηματοδότησης. Εάν, επιπλέον, οι συνθήκες στην αγορά είναι αντίξοες, η χώρα θα μπορούσε να διολισθήσει ξανά στην κρίση».
Είναι μια λογική άποψη που απηχεί την άποψη της μεγάλης πλειοψηφίας στην αγορά, εκτιμούμε, αν και οι αναβαλλόμενοι τόκοι, εκτιμώμενοι μεταξύ 21 και 25 δισ. ευρώ, θα εγγραφούν στο χρέος το 2033. Το άρθρο αναφέρεται στα δάνεια που έλαβε η χώρα από τον EFSF, συνολικού ύψους 129 δισ. ευρώ περίπου, στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς.
Φυσικά, το κωμικοτραγικό της υπόθεσης είναι ότι η Ελλάδα καταγράφει στον προϋπολογισμό της Γεν. Κυβέρνησης τόκους κοντά στα 6 δισ. ευρώ ετησίως για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, συμπεριλαμβάνοντας τον αναβαλλόμενο τόκο για καθαρά λογιστικούς λόγους, αν και καταβάλλει περίπου 4,8-4,9 δισ. ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά το ποσό των 21-25 δισ. ευρώ είναι αναμφισβήτητα μεγάλο. Εμφανίζεται μάλιστα ως «πέταγμα» στο σχετικό διάγραμμα που απεικονίζει την τροχιά του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια στην έκθεση για τη στρατηγική χρηματοδότησης του ΟΔΔΗΧ το 2024.
Όμως, στα μικρά γράμματα κάτω από το διάγραμμα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει κάποιες υποθέσεις που είναι καθησυχαστικές. Κατ’ αρχάς την υπόθεση ότι όσοι πάρουν δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα τα επιστρέψουν και θα αυξήσουν αναλογικά το χρέος. Αν και «κανόνια» μπορεί να υπάρξουν, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς πως μεγάλες εταιρείες όπως ο ΟΤΕ κ.λπ. δεν θα αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Επομένως, ένα σημαντικό ποσοστό από τα 18 δισ. ευρώ αυτών των δανείων θα αποπληρωθεί, μειώνοντας ανάλογα το χρέος.
Επιπλέον, η πρόωρη αποπληρωμή δανείων που λήγουν πιο πίσω, της τάξης των 5 δισ. ευρώ τον χρόνο για την επόμενη τριετία, αρχής γενομένης από το 2024 με τη χρήση του «μαξιλαριού» ρευστότητας, «απελευθερώνει» swaps (συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων) που είναι on the money. Κοινώς, μπορεί να κλείσουν τα swaps αποκομίζοντας μερικά δισ. ευρώ.
Όμως, το ισχυρότερο επιχείρημα απέναντι στις εύλογες ανησυχίες που εκφράζονται δεν είναι άλλο από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Για να το θέσουμε απλά. Ο ESM είχε πελάτες, δηλ. έδωσε δάνεια, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία. Η Ελλάδα είναι πρακτικά ο τελευταίος πελάτης του. Χωρίς εμάς, τα στελέχη του δεν θα έχουν πολλά πράγματα να κάνουν. Αυτό σημαίνει ότι όσο παραμένει η Ελλάδα στην ομπρέλα του ESM τόσο το καλύτερο και γι’ αυτούς.
Επομένως, το πιο λογικό θα ήταν να πακετάρουν τα 21-25 δισ. ευρώ έως ένα νέο πολυετές δάνειο με μεγάλη περίοδο χάριτος προς την Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Εναλλακτικά, στη χειρότερη περίπτωση, να δεχθούν την ελληνική πρόταση για ισόποση καταβολή του κεφαλαίου κατά 1 δισ. ευρώ τον χρόνο την επόμενη 20ετία.
Η στήλη όμως θα ποντάρει στην επιθυμία των γραφειοκρατιών να διαιωνίζουν τις καταστάσεις όταν είναι προς όφελός τους αλλά και της χώρας που αφορά η νέα διευθέτηση αυτή τη φορά.
Εύλογες λοιπόν οι ανησυχίες. Όμως υπάρχουν, αφενός, σοβαροί λόγοι να πιστεύει κάποιος ότι το τελικό καθαρό ποσό που θα κληθεί να πληρώσει η χώρα το 2033 θα είναι πολύ μικρότερο αν παραστεί ανάγκη και αφετέρου, ότι δεν θα φθάσουμε καν σ’ αυτό το σημείο, γιατί ο ESM θα προτείνει νέο δάνειο με ευνοϊκούς όρους για διευθέτηση.
Ευτυχισμένο το 2033 λοιπόν κι ας μόλις μπήκαμε στο 2024.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.