Η μείωση του ΦΠΑ δεν είναι σοφή κίνηση

Σε μια χώρα που καταναλώνει περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες απ’ όσα παράγει, η μείωση των φόρων κατανάλωσης δεν ενδείκνυται. Πολύ περισσότερο, αν συνυπολογισθούν οι απώλειες στα κρατικά έσοδα και η εμπειρία από την επίπτωση στις τιμές. 

Η μείωση του ΦΠΑ δεν είναι σοφή κίνηση

Ίσως δεν το γνωρίζετε αλλά η κατανάλωση στην Ελλάδα φθάνει και ξεπερνά την αντίστοιχη των ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ είναι πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει συγκριτικά πολύ μικρότερη παραγωγική βάση σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών του ευρώ. Κοινώς, καταναλώνουμε πολύ περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες απ’ όσες  παράγουμε. 

Πιο συγκεκριμένα, οι συνολικές δαπάνες για κατανάλωση από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 194 δισ. ευρώ περίπου φέτος, από 184 δισ. περίπου το 2022, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Κομισιόν. Με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) να ανέρχεται σε 223,7 δισ. και 209,8 δισ. ευρώ αντίστοιχα, η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πλησιάζει το 87% του ΑΕΠ φέτος από 87,6% πέρυσι. Μάλιστα, ένα σημαντικό ποσοστό της ανωτέρω καταναλωτικής δαπάνης κατευθύνεται σε εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες, διευρύνοντας το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου.      

Είναι προφανές ότι αυτό το παραγωγικό μοντέλο δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Το ιδανικό είναι να αυξάνονται οι εξαγωγές και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ταχύτερα από την καταναλωτική δαπάνη, ώστε να κερδίζουν έδαφος ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώνοντας τη συμμετοχή της κατανάλωσης όπως συνέβη μετά το 2020.

Επομένως, η οικονομική λογική υπαγορεύει ότι η μείωση των φόρων κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ δεν είναι σωστή, γιατί υπονομεύει την επιθυμητή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ενισχύοντας την κατανάλωση. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ εφαρμόζονται σε εισαγόμενα προϊόντα όπως το πετρέλαιο κ.λπ. Φυσικά, μια μείωση των συντελεστών θα μπορούσε να γίνει για περιορισμένο χρονικό διάστημα για κάποια προϊόντα πρώτης ανάγκης, σε ειδική περίπτωση π.χ. έξαρσης του πληθωρισμού.

Όμως, στην Ελλάδα, ακόμη κι αυτό είναι ριψοκίνδυνο. Αφενός, γιατί τις μειώσεις μπορούν να τσεπώσουν οι πάροχοι και όχι οι καταναλωτές και αφετέρου, γιατί ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, όταν αρχίσουν οι πολιτικές πιέσεις από οργανωμένες ομάδες και συμφέροντα. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος της μείωσης των φόρων σε ΦΠΑ και Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ) που συχνά ξεχνάμε, δηλ. ότι αντιστρατεύεται την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. 

Η άλλη όψη είναι η επίπτωση στις τελικές τιμές και στα κρατικά έσοδα. Να υπενθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση «ρολάρει» συνεχώς την ανάκληση της μείωσης του ΦΠΑ σε καφέ, γυμναστήρια κ.λπ., που κατέληξε στις τσέπες των παρόχων, χωρίς να δουν οι καταναλωτές κανένα όφελος. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι οι προθέσεις των κυβερνώντων μπορεί να είναι αγαθές αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό.

Οι μειώσεις των έμμεσων φόρων δεν καταλήγουν σε σημαντικό βαθμό στους καταναλωτές ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός χάνει έσοδα που πρέπει να αναπληρωθούν είτε από αυξήσεις άλλων φόρων είτε μειώσεις κρατικών δαπανών. Κι επειδή οι μειώσεις δαπανών είναι πιο δύσκολες από πολιτικής σκοπιάς, ιδίως αν στην κυβέρνηση βρίσκονται κεντροαριστερά ή αριστερά κόμματα, η πιο βολική λύση είναι η αύξηση των άμεσων φόρων. Θυμίζουμε ότι τα έσοδα από ΦΠΑ ανέρχονται σε 22 δισ. ευρώ περίπου και του ΦΠΑ με τον ΕΦΚ στα καύσιμα σε 6-7 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος ανέρχονται σε 11-12 δισ. περίπου ετησίως.   

Όμως, στην Ελλάδα, οι φόροι εισοδήματος βαρύνουν κυρίως μισθωτούς και συνταξιούχους καθώς η φορολογική βάση είναι περιορισμένη. Αυτό είναι πιο άδικο από τη μη μείωση των έμμεσων φόρων που πληρώνουν όλοι, συμπεριλαμβανομένων των μη μισθωτών που φοροδιαφεύγουν. 

Κατά την ταπεινή μας άποψη, οι μειώσεις των φόρων κατανάλωσης σε μια χώρα με τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας δεν ενδείκνυνται, εκτός και αν αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Φυσικά, αυτό μπορεί να αλλάξει, αν η παραγωγική βάση της χώρας φθάσει στο σημείο να καλύπτει τις καταναλωτικές ανάγκες σε μεγάλο βαθμό. Όμως,  απέχουμε πολλά χρόνια από αυτό το σημείο.  


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v