Οι ελληνικές και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές υπέστησαν μεγάλες απώλειες την Παρασκευή, με τον τραπεζικό δείκτη Stoxx να πέφτει πάνω από 4%, λόγω των ανησυχιών για την αμερικανική Silicon Valley Bank (SVB).
Η SVB, η 16η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα και βασικός δανειστής των εταιρειών τεχνολογίας, επιδίωξε να «σηκώσει» φρέσκα κεφάλαια λόγω των ζημιών που υπέστη από πωλήσεις ομολόγων, για να ικανοποιήσει πελάτες της που απέσυραν τις καταθέσεις τους. Ένα μεγάλο τμήμα των καταθετών της SVB είναι επιχειρήσεις του τεχνολογικού τομέα, οι οποίες και δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του οργανισμού FDIC μέχρι το ποσό των 250 χιλ. δολαρίων. Η αδυναμία της SVB δημιούργησε προβλήματα σε εταιρικούς πελάτες, γιατί δεν είχαν να πληρώσουν προσωπικό, προμηθευτές και τοκοχρεολύσια σε υφιστάμενο χρέος. Επιπλέον, η επενδυτική κοινότητα άρχισε να ανησυχεί για τη χρηματοοικονομική υγεία άλλων αμερικανικών τραπεζών, είτε λόγω των σχέσεών τους με την SVB είτε λόγω παρόμοιου μοντέλου ανάπτυξης. Οι ανησυχίες για τον κίνδυνο εξάπλωσης της κρίσης έπληξε επίσης τις ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές.
Πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται η μεγάλη αύξηση του δανειακού κόστους με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών, με την ΕΚΤ να ανεβάζει το βασικό επιτόκιο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και τη Fed κατά 4,5 μονάδες από το μηδέν σχεδόν το 2022. Με τον πληθωρισμό να υποχωρεί μεν αλλά να επιμένει, ήταν επόμενο οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες να βάλουν τέλος στην εποχή του φθηνού χρήματος. Η εξέλιξη πλήγωσε όσους είχαν μοχλευμένο ισολογισμό.
Η κατάρρευση της SVB και οι αναταράξεις που έχει προκαλέσει σε άλλους τομείς όπως τα κρυπτονομίσματα δείχνει πόσο στενά διασυνδεδεμένος είναι ο κόσμος. Δείχνει επίσης τη ζημιά που προκαλεί στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα η πολιτική του φθηνού χρήματος που υιοθετήθηκε μετά την κρίση του 2008.
Παραδοσιακά, σε περιόδους ύφεσης, οι κεντρικές τράπεζες μείωναν τα επιτόκια, αύξαναν τη ρευστότητα και έτειναν να αποσύρουν την τόνωση σταδιακά, όταν η οικονομία ανέκαμπτε. Ο Άλαν Γκρίνσπαν περίμενε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πριν αρχίσει να συσφίγγει τη νομισματική πολιτική μετά την ύφεση του 2001, δημιουργώντας τη δυναμική της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων (subprime) στις ΗΠΑ. To 2008, το σύστημα είχε τόσο πολύ χρέος, που προσθέτοντας περισσότερο, δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η απάντηση της Fed επί εποχής Bernanke ήταν η ποσοτική χαλάρωση (QE), που ήταν μια απόπειρα να τονώσουν τον δανεισμό για μεγαλύτερη διάρκεια. Όμως, ευνόησε τη μόχλευση των εταιρειών και έσπρωξε τις τιμές των μετοχών σε υψηλότερα επίπεδα. Το χρήμα διαχύθηκε στην οικονομία αλλά όχι στους ανθρώπους που θα το ξόδευαν σε αγαθά και υπηρεσίες. Το χρήμα πήγε σε «πεινασμένους επενδυτές». Ο λόγος που οι τελευταίοι πεινούσαν, ήταν τα πολύ χαμηλά επιτόκια που επέβαλαν οι κεντρικές τράπεζες. Οι «πεινασμένοι επενδυτές» δεν είχαν επιλογή πέραν της περαιτέρω αύξησης της έκθεσής τους σε ρίσκο, αλλά αυτό ήθελαν οι κεντρικές τράπεζες. Τα λεφτά πήγαν σε IPOs, private equity και οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν με αξιοπρεπή απόδοση, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών τεχνολογίας που είναι οι βασικοί καταθέτες της SVB και δανειολήπτες της.
Προφανώς, η ελπίδα δεν ήταν ποτέ καλή επενδυτική στρατηγική, όπως η εποχή του εύκολου χρήματος μας ήθελε να πιστεύουμε.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.