Ο πόλεμος Ουκρανίας-Ρωσίας μπορεί να μπαίνει σε νέα φάση αλλά η αποσύνδεση της ΕΕ από τις ρωσικές πηγές ενέργειας σημαίνει ότι οι τιμές στη Γηραιά Ήπειρο θα κρατηθούν σε υψηλότερα από τα μέσα ιστορικά επίπεδα τα επόμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, οι επιπτώσεις του συνεχιζόμενου πολέμου θα είναι δομικές, όπως συνηθίζουν να λένε οι αναλυτές.
Αυτό ισχύει περισσότερο σε χώρες των οποίων τα δημόσια οικονομικά δεν επιτρέπουν τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον είναι πιο ευάλωτες, γιατί οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται περισσότερο, διαχεόμενες σε περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες, ανεβάζοντας τον πληθωρισμό ενώ γίνονται αισθητές σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Η Ελλάδα δεν ανήκει στο γκρουπ της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Ολλανδίας που είδαν την ενέργεια να έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην άνοδο του πληθωρισμού (εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή).Όμως, ανήκει στο αμέσως επόμενο, με το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Σλοβενία. Επομένως, είναι από τις χώρες των οποίων ο πληθωρισμός τροφοδοτείται περισσότερο από την άνοδο των τιμών της ενέργειας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Εξυπακούεται ότι τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα πληρώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για την ενέργεια. Επιπλέον, τα πιο φτωχά νοικοκυριά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν οικονομίες.
Φυσικά, στην Ελλάδα, μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού, π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες κ.λπ., δηλώνουν συστηματικά πολύ χαμηλότερα εισοδήματα από τα πραγματικά, περιπλέκοντας τα πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι το μέσο εισόδημα που δηλώνεται κατά τις έρευνες οικογενειακού προϋπολογισμού είναι υψηλότερο κατά 10%-20% συνήθως σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα που προκύπτει από τους εθνικούς λογαριασμούς.
Οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ έχουν στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να τα βγάλουν πέρα σε διαφορετικό βαθμό. Μάλιστα, η δημοσιονομική στήριξη κάθε χώρας δεν συνδέεται άμεσα με την υπερχρέωσή της. Η Ελλάδα είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα αλλά εμφανίζεται να προσφέρει την τρίτη μεγαλύτερη δημοσιονομική στήριξη με 3,3% του ΑΕΠ, πίσω από τη Γερμανία και την Κροατία που προηγούνται με 7,7% και 3,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, του Bruegel και της Moody’s.
Όμως, η Ελλάδα δεν μπορεί να προσφέρει διαρκώς δημοσιονομική στήριξη σε τέτοιο βαθμό. Αν λοιπόν οι τιμές διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα μέσα ιστορικά τα επόμενα χρόνια, η όποια κυβέρνηση θα πάει σε πιο στοχευμένες παρεμβάσεις, π.χ. στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Αυτό θα πλήξει τη μεσαία τάξη, της οποίας τα μεν εισοδήματα θα είναι πιο πάνω από τον στόχο για να λάβουν επιδότηση, οι δε οικονομίες της, π.χ. τραπεζικές καταθέσεις, ρευστά διαθέσιμα, σχετικά πιο χαμηλές. Άσε που στην Ελλάδα, τα κριτήρια είναι τα εισοδηματικά και τα ακίνητα (Ε9), τα οποία φορολογούνται αλλά δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι τραπεζικές καταθέσεις και τα ρευστά διαθέσιμα, π.χ. μετοχές, ομόλογα, μερίδια σε Αμοιβαία Κεφάλαια, εμπορεύματα, κρυπτονομίσματα κ.λπ.
Παρουσιάζεται λοιπόν το φαινόμενο να δικαιούνται επιδοτήσεις άτομα με εισόδημα από 5 έως 15 χιλ. ευρώ ετησίως και καταθέσεις 100 έως 1 εκατ. ευρώ και να μη δικαιούνται άτομα με ετήσιο εισόδημα 25 έως 35 χιλ. ευρώ και καταθέσεις 10-20 χιλ. ευρώ. Αυτός είναι ο λόγος που η μεσαία τάξη θα πληρώσει πάλι τη νύφη στην πιθανή περίπτωση που οι τιμές της ενέργειας παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.