Δύο καμπανάκια για την Ελλάδα

Η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου συνήθως δεν παίρνει χαμπάρι τι συμβαίνει, μέχρις ότου φθάσει ο κόμπος στο χτένι και νιώσει τις συνέπειες. Δύο τέτοια ανησυχητικά περιστατικά συνέβησαν χθες στην αγορά ομολόγων και έχουν ελληνικό ενδιαφέρον.

Δύο καμπανάκια για την Ελλάδα

Η τηλεφωνική συνομιλία βάδιζε προς το τέλος της χθες το βράδυ, όταν ξαφνικά ο συνομιλητής μας  στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είπε κάτι που μας κέντρισε το ενδιαφέρον. «Σήμερα (χθες) έγιναν δύο σημαντικά γεγονότα (στην αγορά ομολόγων). Τα πήρες είδηση;» ρώτησε. Η απάντησή μας ήταν αρνητική,  οπότε ο άνθρωπος μας εξήγησε τι συνέβη. Πρώτον, η Λετονία προχώρησε στην έκδοση 5ετούς ομολόγου και αναγκάσθηκε να πληρώσει μεγάλη προμήθεια, της τάξης των 40 μονάδων βάσης, για να μπορέσει να τα πουλήσει. Δεύτερον και πιο σημαντικό, η Γερμανία, η οποία έχει την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση ΑΑΑ από όλους τους οίκους αξιολόγησης, προχώρησε στη δημοπράτηση χρεογράφων ύψους 4 δισ. ευρώ. Όμως, η Γερμανία αποδέχθηκε προσφορές για 1,8 δισ. ευρώ περίπου, δηλ. πολύ λιγότερες από τα 4 δισ.,  καθότι θεώρησε ότι οι υπόλοιπες δεν ήταν ικανοποιητικές.

Και όλα αυτά συνέβαιναν την ίδια περίπου ώρα που η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου βρισκόταν στο 5% και του αντίστοιχου ιταλικού στο 4,8%. Αν μάλιστα οι ιταλικές τράπεζες δεν καταβρόχθιζαν τα νέα ομόλογα που εκδίδει η κυβέρνηση της γείτονος για να χρηματοδοτήσει τις κρατικές δαπάνες, η απόδοση του 10ετούς χρεογράφου θα είχε σκαρφαλώσει σε υψηλότερα επίπεδα παρά τις αγορές  ομολόγων από την ΕΚΤ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τι θα συνέβαινε αν έβγαινε η Ελλάδα να δανεισθεί μόλις 1 δισ. ευρώ, εκδίδοντας 10ετές ομόλογο; Πιθανόν θα έπρεπε να προσφέρει απόδοση 5,5%, ισχυρίζονται μερικοί στην αγορά. Κι όλα αυτά σε μια περίοδο που τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν ενσωματώσει ακόμη το πολιτικό ρίσκο των εθνικών εκλογών.

Αν λοιπόν μπούμε στη νέα χρονιά και ενσωματωθεί το ασφάλιστρο πολιτικού ρίσκου στα ελληνικά ομόλογα πάσης φύσεως, οι αποδόσεις είναι πιθανόν να εκτιναχθούν. Με τα σημερινά δεδομένα, η Ελλάδα θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει δάνεια ύψους 7-8 δισ. ευρώ και να δανεισθεί επιπλέον κάπου 5 δισ. ευρώ για τόκους μείον το όποιο πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Φυσικά, θα μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια από το «μαξιλάρι ρευστότητας» των 35-40 δισ. ευρώ, για να μειώσει τον ετήσιο δανεισμό της. Επιπλέον, μπορεί να μειώσει δραστικά το κόστος δανεισμού, κάνοντας χρήση των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων (IRS). Όμως, κανείς άλλος ελληνικός ιδιωτικός φορέας δεν θα μπορεί να εκδίδει ομόλογα με λογικό επιτόκιο και το οικονομικό κλίμα θα επιδεινωθεί.                   

Σ’ όλα αυτά θα έλθει να προστεθεί η αύξηση του κόστους δανεισμού σε υφιστάμενα δάνεια του ιδιωτικού τομέα, στον απόηχο των αναμενόμενων αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ, που περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα. Από την άλλη πλευρά, μερικοί τραπεζίτες ισχυρίζονται ότι τα επιτόκια στα περισσότερα δάνεια έχουν «ρυθμισθεί», υπονοώντας ότι είναι σταθερά για κάποια χρόνια και η μεγάλη πλειοψηφία δεν θα νιώσει τη διαφορά. Παραθέτουμε την άποψη, αν και είχαμε την εντύπωση ότι η μεγάλη πλειοψηφία των δανείων ήταν κυμαινόμενου επιτοκίου.

Για να επανέλθουμε όμως στα δύο χθεσινά περιστατικά με τη Γερμανία και τη Λετονία στην αγορά ομολόγων, το συμπέρασμα είναι απλό. Αν η Γερμανία έχει θέματα, τι θα γίνει με την υπερχρεωμένη Ελλάδα που έχει μπροστά της εθνικές εκλογές; 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v