Την 1η Μαΐου του 2001, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ, έπεφτε στο χαμηλότερο επίπεδο έναντι του δολαρίου από το ντεμπούτο του το 1999. Η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου υποχωρούσε στο 0,85, που σηματοδοτεί το ναδίρ της ισοτιμίας μέχρι σήμερα.
Το 2001 ήταν επίσης η χρονιά που το ευρώ αντικατέστησε τη δραχμή και έγινε το εθνικό νόμισμα των Ελλήνων. Ήταν λοιπόν λογικό να ασχολείται ο κόσμος με τις τιμές των προϊόντων σε ευρώ και τη μετατροπή τους σε δραχμές. O μέσος πληθωρισμός βρισκόταν στο 3,37% εκείνη τη χρονιά, έναντι 3,15% το 2000 και δεν ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης όπως γίνεται σήμερα. H τιμή του brent σημείωνε διψήφιες απώλειες σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά με την μέση τιμή να διαμορφώνεται μεταξύ 25 και 26 δολαρίων το βαρέλι το 2001. Η ελληνική οικονομία είχε αναπτυχθεί με ρυθμό 4,1% από 3,9% το 2000.
Χθες, η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου υποχώρησε στο 1,0265 αλλά το οικονομικό τοπίο είναι τελείως διαφορετικό. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έπιασε το 12% τον Ιούνιο και ο μέσος πληθωρισμός στην ευρωζώνη το 8,6%, που σηματοδοτούν τα υψηλότερα επίπεδα σε βάθος δεκαετιών, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat. Πίσω από την έξαρση της ακρίβειας βρίσκονται οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Η τιμή του brent, η οποία υποχώρησε χθες κοντά στα 102 δολάρια, βρέθηκε πάνω από τα 110 τους προηγούμενους μήνες έναντι 74 δολαρίων περίπου τον προηγούμενο Δεκέμβριο.
Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και ανησυχιών για ενδεχόμενη ύφεση στην ευρωζώνη καθώς μια σειρά από δείκτες, όπως ο PMI και ο οικονομικός δείκτης Sentix, εκπέμπουν σήμα κινδύνου για ύφεση, πληγώνει το ευρώ. Σ’ αυτό προσθέστε άλλους λόγους που οδηγούν σε ισχυροποίηση του δολαρίου και το αποτέλεσμα είναι η διολίσθηση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου στο 1.0256 χθες. Οι απώλειες του ευρώ ξεπερνούν το 9% από την αρχή του 2022.
Για χώρες με ισχυρή εξαγωγική βάση, μια σημαντική διολίσθηση του εθνικού νομίσματος θα μπορούσε να αποδειχθεί μάννα εξ ουρανού. Ιδίως αν επιδιώκουν να τονώσουν τον ρυθμό ανάπτυξής τους και δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα πληθωρισμού. Όμως, για την Ελλάδα, που εξάγει συνολικά λιγότερα προϊόντα και υπηρεσίες αναλογικά, τα οφέλη μοιάζουν να είναι μικρότερα από τις ζημιές. Η διολίσθηση του ευρώ σε συνδυασμό με την αύξηση στις τιμές των καυσίμων αυξάνουν τον εισαγόμενο πληθωρισμό, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Από την άλλη πλευρά, το φθηνό ευρώ ευνοεί τον τουρισμό από τις ΗΠΑ και τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων προς αυτές ή άλλους ξένους προορισμούς με νομίσματα που είναι συνδεδεμένα με το δολάριο (ceteris paribus). Όμως, οι ελληνικές εξαγωγές προς αυτές τις χώρες είναι σχετικά περιορισμένες. Επιπλέον, η ενσωμάτωση πρώτων υλών και άλλων εξαρτημάτων στα τελικά προϊόντα που εισάγονται αποδυναμώνει σε κάποιο βαθμό το πλεονέκτημα του αδύναμου νομίσματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το αδύναμο ευρώ αποτελεί έναν ακόμη πονοκέφαλο για την ελληνική οικονομία και τους χαράσσοντες πολιτική.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.