Έχει ο καιρός γυρίσματα. Όμως, για να συμβούν, κάποιος θα πρέπει να βάλει το χέρι του.
Πριν από 10 μέρες περίπου, η προσοχή μας ήταν στραμμένη στο άνοιγμα της επιτοκιακής διαφοράς (spread) που χώριζε τα ελληνικά και τα ιταλικά, κυρίως, 10ετή ομόλογα από τα αντίστοιχα γερμανικά. Ήταν φυσιολογικό, από τη στιγμή που η ΕΚΤ δήλωνε πως προχωρά σε αυξήσεις επιτοκίων, χωρίς να δίνει περισσότερες πληροφορίες για τον μηχανισμό συγκράτησης των spreads της ευρωπεριφέρειας.
Η ιστορία είναι γνωστή. Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ξεπέρασε το 4,7% και το ελληνογερμανικό spread πλησίασε τις 290 μονάδες βάσης ενώ η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ξεπέρασε το 4%. Η έκτακτη επέμβαση της ΕΚΤ άλλαξε τα δεδομένα. Μία ποσοστιαία μονάδα ισούται με 100 μονάδες βάσης. Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου υποχώρησε στο 3,77% την Παρασκευή έναντι 4,02% μια εβδομάδα πριν και του 10ετούς γερμανικού ομολόγου στο 1,44% από 1,66% αντίστοιχα. Θυμίζουμε ότι η απόδοση του ελληνικού χρεογράφου ήταν 1,32% περίπου στο τέλος του 2021 έναντι -0,18% του γερμανικού.
Το γεγονός ότι έχουν περάσει μέρες από την έκτακτη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ και οι αποδόσεις έχουν υποχωρήσει αισθητά παρά την ασάφεια ως προς τον μηχανισμό συγκράτησης των spreads επιβεβαιώνει το προφανές. Η ύπαρξη τελικού αγοραστή με βαθιές τσέπες, δηλ. της ΕΚΤ, στα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας κάνει τη διαφορά.
Είναι το πρώτο από τα δύο καλά νέα στα οποία αναφερθήκαμε στον τίτλο, αν και ο παλιός γνώριμός μας, ο Ολι Ρεν, ο οποίος είναι τώρα στην ΕΚΤ, φρόντισε να υπογραμμίσει ότι την ευθύνη για τη βιωσιμότητα του χρέους και τη δημοσιονομική πολιτική έχουν τα κράτη-μέλη. Η ΕΚΤ δεν επιθυμεί κινήσεις στην αγορά που δεν δικαιολογούνται και θέτουν θέμα κατακερματισμού, τόνισε. Η συνέχεια θα δείξει αν οι αγορές πεισθούν από τον νέο μηχανισμό της ΕΚΤ, όταν αποκαλυφθεί.
Το δεύτερο καλό νέο είναι η διολίσθηση της τιμής του αργού που χάνει πάνω από 10% από το τέλος Μαΐου. Δεν είναι πανάκεια, αν αναλογισθεί κάποιος πως κερδίζει πάνω από 40% από την αρχή της χρονιάς αλλά τουλάχιστον είναι κάτι. Στην Ελλάδα, οι τιμές των καυσίμων δείχνουν τάσεις σταθεροποίησης σε υψηλά επίπεδα.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και ένα αρνητικό νέο. Ο σύνθετος δείκτης PMI για την ευρωζώνη της S&P Global ήταν αρκετά κατώτερος των προσδοκιών, υποχωρώντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 μηνών τον Ιούνιο. Είναι ένα ακόμη σημάδι ότι η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη αποδυναμώνεται καθώς η συμπιεσμένη ζήτηση που υπήρχε λόγω πανδημίας υποχωρεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ευρωπαϊκός δείκτης δυσφορίας (distress) της Weil για Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Βρετανία έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2020. Ο πληθωρισμός και τα υψηλότερα επιτόκια εκτιμάται ότι είναι οι κυριότεροι παράγοντες που πιέζουν τις εταιρείες. Αν η ανοδική τάση του δείκτη συνεχισθεί, αυτό θα οδηγήσει σε περισσότερες χρεοκοπίες επιχειρήσεων.
Η ελληνική οικονομία, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και στις εξαγωγές προϊόντων προς τις μεγάλες αγορές της ευρωζώνης, είναι από αυτές που θα επηρεασθούν περισσότερο, λογικά, αν οι ανησυχίες επιβεβαιωθούν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.