Η αύξηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 7% με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία εξέπληξε ευχάριστα και αιφνιδίασε σχεδόν όλους. Είναι κι αυτό απόδειξη ότι λίγοι ή καλύτερα ελάχιστοι δίνουν την πρέπουσα σημασία στα στοιχεία που ανακοινώνει κατά καιρούς η ΕΛΣΤΑΤ.
Τι εννοούμε; Μια ματιά στον κύκλο εργασιών του λιανικού εμπορίου θα έδειχνε αύξηση 14,6% στα 12,8 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2021. Είναι αρκετά αξιόπιστος δείκτης της κατανάλωσης, που αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ.
Επίσης, οι πωλήσεις των επιχειρήσεων καταλυμάτων το 1ο τρίμηνο εμφάνισαν αύξηση 204,9% (!) το 1ο τρίμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό. Στον κλάδο των υπηρεσιών εστίασης, η αύξηση ήταν 120,9% (!). Η απλή εξήγηση είναι πως πολύς κόσμος είχε δύο χρόνια να βγει να ψωνίσει και έβγαλε το άχτι του. Σ’ αυτό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την αύξηση του τουρισμού, παρότι στο 1ο τρίμηνο δεν είναι στο φόρτε του. Κι όλα αυτά με τις τιμές των καυσίμων και του ηλεκτρικού σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που παραπέμπει επίσης σε αδήλωτα εισοδήματα.
Αν και το 1ο τρίμηνο δεν είναι αντιπροσωπευτικό για ολόκληρη τη χρονιά και είναι ακόμη νωρίς, πιθανόν οι εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να αναθεωρηθούν ανοδικά το φθινόπωρο, όπως έγινε το 2021.
Με τον μέσο πληθωρισμό να κυμαίνεται κάπου μεταξύ 5% και 8% και το πραγματικό ΑΕΠ μεταξύ 3% και 5%, αν όλα πάνε καλά, το ονομαστικό ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί μεταξύ 8% και 13% φέτος και να ανέλθει μεταξύ 197 δισ. και 222 δισ. ευρώ περίπου. Κοινώς, το ΑΕΠ να επιστρέψει κοντά στα υψηλά ιστορικά επίπεδα που είχε καταγράψει ποτέ, πριν από την οικονομική κρίση.
Εξυπακούεται ότι κάτι τέτοιο θα μειώσει σημαντικά τον λόγο δημόσιου χρέους και δημόσιου ελλείμματος προς το ΑΕΠ το 2022 και μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι θέλουν οι επίσημες προβλέψεις της κυβέρνησης, της ΕΕ κ.λπ.
Αυτή είναι η ευχάριστη πλευρά του θέματος αλλά θα πρέπει να περιμένουμε, γιατί η ακρίβεια υπονομεύει τον ρυθμό ανάπτυξης. Η άλλη πλευρά δεν είναι ευχάριστη. Όπως έχουμε ξαναπεί και όπως υποδηλώνει η νεότερη οικονομική ιστορία, η ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη, όταν βασίζεται στην κατανάλωση δυτικού τύπου χωρίς σημαντική παραγωγική βάση.
Τα στοιχεία του 1ου τριμήνου δείχνουν ότι η κατανάλωση ενισχύθηκε κατά 10,5% σε ετήσια βάση, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά 12,7%, ενώ αρνητική ήταν η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές) στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Παρά λοιπόν τη δυνατή ανάκαμψη του ΑΕΠ, το περιβόητο, προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν αλλάζει, τουλάχιστον αισθητά, όσο η κατανάλωση κερδίζει έδαφος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Θυμίζουμε ότι η ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική δαπάνη ξεπερνούν το 90% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, ενώ οι επενδύσεις παραμένουν κοντά στο 13% του ΑΕΠ, δηλ. πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Υπάρχει λοιπόν η ευχάριστη, αισιόδοξη πλευρά του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο, αλλά και η πλευρά που θα έπρεπε να προβληματίζει. Είναι οι δύο όψεις του ΑΕΠ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.