Δεν είναι κακό να βλέπουν οι άνθρωποι τα ίδια πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία και να καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Θα λέγαμε ότι είναι επιθυμητό αν υπάρχει γόνιμος διάλογος με επιχειρήματα. Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά με αφορμή την επανέκδοση του 7ετούς ομολόγου που απέφερε στο Δημόσιο 1,5 δισ. ευρώ, με το επιτόκιο να διαμορφώνεται κοντά στο 2,4%.
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας επεσήμανε ότι το κόστος δανεισμού παραμένει χαμηλότερο σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, σε μια «συγκυρία στην οποία καταγράφεται αύξηση της αβεβαιότητας και επιδείνωση των συνθηκών στην παγκόσμια αγορά ομολόγων… με σημαντική άνοδο των αποδόσεων στους κρατικούς τίτλους». Ο ίδιος απέδωσε την αναστάτωση στις «γεωπολιτικές εξελίξεις, τη συνεχιζόμενη υγειονομική και ενεργειακή κρίση, τη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, αλλά και τη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο συσταλτική νομισματική πολιτική».
Ακόμη, ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 3,5% το διάστημα Απρίλιος 2021-Μάρτιος 2022 και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Με άλλα λόγια, το επιτόκιο 2,4% της επανέκδοσης του 7ετούς ομολόγου υπολείπεται αισθητά του πληθωρισμού.
Όλα αυτά είναι σωστά και αντιπροσωπεύουν εκείνους που θέλουν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο. Οι τελευταίοι παρατηρούν σωστά ότι το κόστος της έκδοσης είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με παλαιότερες εκδόσεις ομολόγων ενώ το αντληθέν ποσό υπολείπεται των 2-3 δισ. που συνήθως αντλεί το ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον, η ΕΚΤ είναι δυνητικός αγοραστής των ελληνικών ομολόγων. Όταν σταματήσει, το κενό θα είναι μεγάλο. Ιδίως για μια χώρα με πολύ υψηλό χρέος, σε μια περίοδο αυξημένης μεταβλητότητας.
Όλοι έχουν δίκιο. Το ίδιο και ο ΟΔΔΗΧ, που έσπευσε να εκμεταλλευτεί το καλό νέο της αναβάθμισης της Ελλάδας από τον S&P για να «σηκώσει» λεφτά από την αγορά, στο πλαίσιο του φετινού προγράμματος δανεισμού. Υπενθυμίζουμε ότι το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ελληνικής Δημοκρατίας το 2022 περιλαμβάνει την έκδοση νέων μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων ύψους 12 δισ. ευρώ και τη χρήση 6 δισ. ευρώ από τα ταμειακά αποθέματα. Κι όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι το πρωτογενές έλλειμμα (κρατικές δαπάνες εξαιρουμένων των τόκων για το δημόσιο χρέος μείον τα έσοδα) θα ανερχόταν σε 2,7 δισ. ευρώ.
Όμως, η ενεργειακή κρίση δείχνει τάσεις επιδείνωσης. Η αντιπαράθεση της ΕΕ με τη Ρωσία είναι πιθανόν να κλιμακωθεί τον επόμενο μήνα καθώς περισσότερες χώρες θα πρέπει να πληρώσουν τη Μόσχα για το ρωσικό φυσικό αέριο που εισήγαγαν. Η Ελλάδα είναι μία από αυτές. Είναι λοιπόν λογικό η κυβέρνηση να αναζητά τρόπους για να εξασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Με βάση αυτά που έχουν γίνει γνωστά, η Αθήνα επιδιώκει την προσθήκη μιας πλωτής δεξαμενής LNG στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας και μια συμφωνία με την ιταλική SNAM για τη διατήρηση στρατηγικών αποθεμάτων φυσικού αερίου σε υπόγειες αποθήκες στην Ιταλία. Όμως, οι τιμές του φυσικού αερίου δεν φαίνεται να υποχωρούν παρά τις προσδοκίες που υπήρχαν πριν από μερικούς μήνες, ενώ το υγροποιημένο αέριο (LNG) που θα εισάγουμε, είναι πιο ακριβό.
Όλα αυτά ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε επιβάρυνση του προϋπολογισμού κατά τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ ή και παραπάνω για την επιδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε προεκλογική χρονιά. Επομένως, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους μπορεί να αυξηθούν παρά την καλή πορεία των κρατικών εσόδων το πρώτο τρίμηνο.
Καλές λοιπόν οι συζητήσεις, όμως εκείνο που μετρά, είναι το αποτέλεσμα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.