Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Δεν αρκούν οι επενδύσεις

Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που επιδιώκει η Ελλάδα ευνοούν τις πληθωριστικές πιέσεις. Οι επενδύσεις προβάλλονται ως λύση. Αν και απαραίτητες, όμως, δεν φτάνουν.

Δεν αρκούν οι επενδύσεις

Μετά τη βουτιά της οικονομικής δραστηριότητας το 2020, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε δυναμικά την προηγούμενη χρονιά, έχοντας ισχυρή δημοσιονομική ώθηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλοι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι η χώρα θα παραμείνει σε τροχιά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της τάξης του 3,5%-5,5% το 2002 και το 2023. Μερικοί θεωρούν πιθανό οι υψηλοί ρυθμοί να συνεχισθούν το 2024 και το 2025, με βασικό μοχλό τις επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, εκτός των άλλων. Στη κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η συνετή δημοσιονομική διαχείριση θα μειώσουν την υπερχρέωση της χώρας, ώστε ο λόγος δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ να περιορισθεί στο 150%-160% τα προσεχή χρόνια. Οι επενδύσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στις ανωτέρω εκτιμήσεις. 

Η στήλη έχει επικαλεσθεί την εμπειρία της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, για να υποστηρίξει ότι η ανάπτυξη δεν αρκεί. Αλλωστε, η χώρα είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης επί πολλά χρόνια πριν από την άτυπη χρεοκοπία. Πράγματι, οι επενδύσεις, ιδίως σε κλάδους με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη, δίνοντας ώθηση στη ζήτηση και στην ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού. Οι συνθήκες ευνοούν την ανάκαμψη των επενδύσεων μετά από πολλά χρόνια αποεπένδυσης (οι νέες επενδύσεις υπολείπονταν των αποσβέσεων). Ακόμη και πέρυσι που αυξήθηκαν σημαντικά, οι επενδύσεις ανήλθαν στο 13% του ΑΕΠ, περίπου έναντι 21% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Πράγματι, οι επενδύσεις θα μπορούσαν να φτάσουν σταδιακά στο 21% του ΑΕΠ ή και υψηλότερα, όπως την περίοδο 2002-2007, δίνοντας ώθηση στο ΑΕΠ. 

Το πρόβλημα είναι πως από εκεί και πέρα, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης θα καθορίζεται από δύο παράγοντες που η Ελλάδα δεν τα πάει καθόλου καλά. Πρώτον, το δημογραφικό, με την ταχεία γήρανση του πληθυσμού που οδηγεί σε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Δεύτερον, ο χαμηλός ρυθμός αύξησης της ολικής παραγωγικότητας ιστορικά. Τα τελευταία 50 χρόνια, ο μέσος ρυθμός ήταν κοντά στο 0,2% και συνιστά τη χειρότερη επίδοση ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης ιστορικά.

Οι επενδύσεις μπορούν λοιπόν να βοηθήσουν τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια, όμως μεσο-μακροπρόθεσμα το δημογραφικό και η παραγωγικότητα έχουν το πάνω χέρι. Για να αυξηθεί η απασχόληση και η ολική παραγωγικότητα μακροπρόθεσμα χρειάζονται μεταρρυθμιστικές πολιτικές που συχνά βρίσκουν απέναντι οργανωμένες ομάδες πίεσης με ευρεία πολιτική στήριξη.

Από τις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό μέχρι τα κλειστά ή ημίκλειστα επαγγέλματα, την ολιγοπωλιακή διάρθρωση μερικών αγορών στις οποίες κυριαρχούν εταιρείες  συμφερόντων ντόπιων ολιγαρχών κ.λπ., η ιστορία έχει δείξει ότι δύσκολα προχωρούν. Επομένως, η λογική υπαγορεύει ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι χαμηλός μεσομακροπρόθεσμα. 

Πράγματι, οι επενδύσεις μπορεί να αυξηθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια, υπό την αίρεση απρόβλεπτων δυσάρεστων γεγονότων, δίνοντας ώθηση στο ΑΕΠ. Όμως, δεν αρκούν για τον μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v