Το υψηλό ποσοστό δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.
Οι διευθετήσεις που έχουν γίνει στο παρελθόν, π.χ. 2012 και 2018, για την ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους σε συνδυασμό με άλλες κινήσεις διαχείρισης από τον ΟΔΔΗΧ, έχουν μειώσει σημαντικά τις ετήσιες τοκοχρεολυτικές ανάγκες της χώρας μέχρι το 2032.
Παρ’ όλα αυτά η χώρα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε μια επιδείνωση των διεθνών χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Υπάρχουν βάσιμες ελπίδες, λόγω κυρίως των κοινοτικών κονδυλίων, ότι η Ελλάδα θα επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Όμως, κι αυτό δεν είναι σίγουρο. Η καθυστέρηση που παρατηρείται στην εκταμίευση της 1ης δόσης του Ταμείου Ανάκαμψης προβληματίζει κατά πόσο θα εισρεύσουν τελικά τα προσδοκώμενα ποσά και μέρος αυτών δεν θα πάει στην Ιταλία, Γερμανία κ.λπ.
Ακόμη κι αν η αύξηση των επενδύσεων μετουσιωθεί σε πράξη και δώσει ώθηση στον ρυθμό ανάπτυξης την επόμενη 4ετία, οι προοπτικές παραμένουν ομιχλώδεις έως αρνητικές σε βάθος χρόνου.
Και δεν είναι μόνο το υψηλό δημόσιο χρέος.
Ένα από τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια αποτελεί η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Αυτή οδηγεί σε μείωση του εργατικού δυναμικού τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες και σε αύξηση των δαπανών για συνταξιοδότηση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπως είναι λογικό.
Αν θυμόμαστε καλά, η ΕΕ προέβλεπε πριν λίγα χρόνια πως η Ελλάδα θα έχει μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις εργατικού δυναμικού στην ευρωζώνη την περίοδο 2020-2060, με μέση ετήσια υποχώρηση της τάξης των 0,9 ποσοστιαίων μονάδων μέχρι το 2060 (ceteris paribus).
Στα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί για την πρόβλεψη του μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας υπάρχει κάτι κοινό. Μια έκρηξη επενδύσεων σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, που οδηγεί σε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και υψηλότερο κεφαλαιακό απόθεμα ως προς την παραγωγή.
Από εκεί και πέρα, η συμβολή των επενδύσεων στην ανάπτυξη θα αρχίσει να υποχωρεί γρήγορα και η δυναμική της ανάπτυξης θα εξαρτάται από την εξέλιξη του εργατικού δυναμικού και της παραγωγικότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ασκήσεις που έχουν γίνει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν δείχνουν στασιμότητα ή/και συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2024-2043 (McQuinn and Whelan). H γήρανση του πληθυσμού έχει σημαντικό ρόλο.
Παρά κάποια αποσπασματικά μέτρα που έχουν ληφθεί, το περίπλοκο πρόβλημα της γήρανσης δεν έχει εξετασθεί διεξοδικά και όσο αυτό δεν αντιμετωπίζεται, οι προοπτικές ανάπτυξης μακροχρόνια δεν βελτιώνονται.
Πέρα από την άρση των αντικινήτρων για παραμονή στην εργασία, π.χ. πρόωρη συνταξιοδότηση, και κινήτρων για περισσότερα παιδιά, η Ελλάδα έχει εναλλακτικές. Έχει μια τεράστια δεξαμενή που είναι η ομογένεια και οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης.
Δεν μπορεί ασφαλώς να γίνει αυτόματα. Αν όμως υπάρχει θέληση και σχέδιο, το μειονέκτημα της γήρανσης του πληθυσμού μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, ενισχύοντας τον μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της χώρας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.