Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η νέα πηγή πολιτικού ρίσκου

Όταν νοικοκυριά και επιχειρήσεις πληρώνουν περισσότερα λεφτά για φυσικό αέριο, ρεύμα, τρόφιμα και άλλες υπηρεσίες δυσανασχετούν, ιδίως αν οι τιμές έχουν ανέβει 135% σ’ ένα χρόνο. Ακόμη κι αν οι τιμές διαμορφώνονται διεθνώς.

Η νέα πηγή πολιτικού ρίσκου

Για τον Ian Bremmer της Eurasia Group, οι οικονομικές επιπτώσεις από την πράσινη ενεργειακή μετάβαση και τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας συνιστούν ένα από τα κυριότερα πολιτικά ρίσκα το 2022. Ιδίως σε χώρες όπως η Γαλλία που έχει προεδρικές εκλογές και οι ΗΠΑ που έχουν εκλογές για το μισό Κογκρέσο. Ας μην ξεχνάμε ότι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία ξεπρόβαλε μετά την απόφαση να επιβληθεί περιβαλλοντικός φόρος στα καύσιμα. 

Η Ελλάδα δεν ήταν ανάμεσα στις χώρες που ανέφερε, ίσως γιατί είναι μικρή, ίσως γιατί έχει προγραμματισμένες εκλογές για το καλοκαίρι του 2023. Όμως, θα τη συμπεριλαμβάναμε στις υποψήφιες για εκλογές φέτος καθώς οι πιθανότητες δεν είναι αμελητέες.    

Το σκεπτικό του Bremmer είναι απλό. Η μεγάλη άνοδος του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στα τέλη του 2021 θα υπονομεύσει τον ρυθμό ανάπτυξης σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Ασίας το 2022. Η ζήτηση για φυσικό αέριο από την Κίνα θα συνεχίσει να αυξάνεται, οδηγώντας τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα εποχικά, καθώς υλοποιεί το πρόγραμμα για τη μαζική πρόσβαση των νοικοκυριών σε φυσικό αέριο. Επιπλέον, οι ΗΠΑ είναι πιθανό να συνεχίσουν να έχουν υψηλές τιμές φυσικού αερίου καθώς οι επενδύσεις στον κλάδο  έχουν βαλτώσει λόγω αρνητικής επενδυτικής ψυχολογίας και μη ξεκάθαρης θέσης της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Φυσικά, η άνοδος της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου, η οποία έχει άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην τιμή του ρεύματος, των μεταφορών, των λιπασμάτων και άλλων αγαθών και υπηρεσιών, δεν οφείλεται μόνο στην πράσινη μετάβαση. Είναι επίσης αποτέλεσμα των γεωπολιτικών παιγνίων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Όπως κι αν έχει, οι οικονομικές επιπτώσεις από τη μεγάλη άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου έχουν πολιτικό αντίκτυπο. Ακόμη κι η πρόσφατη εξέγερση στο Καζακστάν τροφοδοτήθηκε από την αύξηση της τιμής της ενέργειας.

Αναμφισβήτητα, μικρές χώρες όπως η Ελλάδα δεν διαμορφώνουν τις διεθνείς τιμές αλλά τις παίρνουν ως δεδομένες. Αυτό δεν σημαίνει πως πολίτες και επιχειρήσεις δεν θα αποδώσουν πολιτικές ευθύνες από κάποιο σημείο και μετά. Ιδίως, όταν υπάρχουν καταγγελίες για κερδοσκοπία από εταιρείες εμπορίας φυσικού αερίου. Οι καταγγελίες θέλουν τις τελευταίες να έχουν βάλει το χέρι τους στη διαμόρφωση των υψηλότερων τιμών που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι εταιρείες στην Ελλάδα. Εξυπακούεται ότι οι αρμόδιες αρχές όφειλαν να τις εξετάσουν. Ιδίως μετά τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Δεκέμβριο, που καταγράφουν αύξηση 135% σε ένα χρόνο στο φυσικό αέριο, 34% στο πετρέλαιο θέρμανσης και 45% στο ρεύμα.

Εκτιμούμε ότι μεγαλύτερη διαφάνεια από τις εγχώριες εταιρείες εμπορίας που προμηθεύονται αέριο μέσω συμβάσεων από τη Ρωσία ή αγοράζουν υγροποιημένο φυσικό αέριο (NLG) από αλλού, θα έλυνε απορίες και θα έριχνε φως στις καταγγελίες. Ιδίως από τη στιγμή που το φυσικό αέριο έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στο ενεργειακό μίγμα από το οποίο παράγεται ο ηλεκτρισμός στη χώρα μας και συμβάλλει στην αύξηση της τιμής του ρεύματος. 

Από εκεί και πέρα, το θέμα που τίθεται, είναι τι θα γίνει με τις υψηλότερες τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα αυξημένες επιδοτήσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις τον Ιανουάριο. Άτομα της αγοράς ενέργειας εκτιμούν ότι οι τιμές θα είναι αυξημένες τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο και οι κρατικές επιδοτήσεις θα πρέπει να συνεχισθούν μέχρι και τον Μάρτιο. Σημειωτέον ότι οι επιδοτήσεις δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς προέρχονται από το πλεόνασμα του ειδικού λογαριασμού των ΑΠΕ και τα αδιάθετα δικαιώματα ρύπων. 

Κάποιος ίσως ισχυριζόταν πως θα έπρεπε να μην υπάρχουν επιδοτήσεις για να εξοικονομηθεί ενέργεια. Όμως, το πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα πολλών επιχειρήσεων  και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα ήταν μεγάλο και δεν δικαιολογείται ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά. Επομένως, η συνέχιση της σημερινής επιδοματικής πολιτικής για οικιακές καταναλώσεις κάτω των 300 κιλοβάτ τον μήνα για όλους μοιάζει εύλογη. Τα 300 κιλοβάτ αποτελούν καλύτερο κριτήριο επιλογής από το εισοδηματικό κριτήριο σε μια χώρα που πολλοί «πλούσιοι» δηλώνουν φτωχοί στην εφορία αλλά έχουν μεγάλες καταναλώσεις. Ακόμη κι έτσι, η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου δεν μπορεί παρά να έχει οικονομικές συνέπειες, π.χ. αύξηση του πληθωρισμού, ενισχύοντας το πολιτικό ρίσκο για την κυβέρνηση.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v