Με τις τιμές του φυσικού αερίου στα ύψη και του πετρελαίου σε πολυετή υψηλά, οι χώρες του Βόρειου Ημισφαιρίου, όπως της ΕΕ, αναζητούν κοινή λύση ενόψει χειμώνα και αδυνατούν να τη βρουν.
Στην Ελλάδα, μπορεί να μιλάμε για την αύξηση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, όμως, αυτή δεν καίει τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, για διάφορους λόγους. Οι τελευταίες, ιδίως στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, ενδιαφέρονται κυρίως για το κόστος της θέρμανσης. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα κι αλλού αντιλαμβάνονται ότι η «πράσινη» μετάβαση έχει οικονομικό κόστος. Την ίδια στιγμή, αρχίζουν να κατανοούν μέσω πιο συχνών φαινομένων όπως ξηρασία, πυρκαγιές κ.λπ. το περιβαλλοντικό κόστος της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη, που αποδίδεται στις αυξημένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Κι αυτό παρότι τα αέρια του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο κ.λπ., που απορροφούν την υπέρυθρη ακτινοβολία της Γης και επανεκπέμπουν τη θερμική ακτινοβολία, θερμαίνοντας τον αέρα και το έδαφος, αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό της γήινης ατμόσφαιρας.
Το οξυγόνο και το άζωτο είναι το 99% του όγκου της ξηρής ατμόσφαιρας της Γης και το διοξείδιο του άνθρακα είναι μόλις το 0,04%. Όμως, το τελευταίο μπορεί να την υπερθερμάνει σε τέτοιο βαθμό που να καταστήσει τη ζωή κόλαση.
Σε κάποιο βαθμό ήδη συμβαίνει. Από το 1990, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν αυξηθεί κατά 60% και η μέση παγκόσμια θερμοκρασία κατά 0,75 βαθμούς Κελσίου, αυξάνοντας τη στάθμη της θάλασσας και τις φυσικές καταστροφές.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ για τις εκπομπές της 27ης Οκτωβρίου, οι πιο πρόσφατες δεσμεύσεις των κρατών μειώνουν τις εκπομπές του 2030 κατά 7,5%, όταν χρειάζεται μείωση της τάξης του 55% για να επιτευχθεί ο στόχος της συμφωνίας των Παρισίων του 2015, ώστε η άνοδος της θερμοκρασίας να περιορισθεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Με τα σημερινά δεδομένα, η Γη βρίσκεται καθ’ οδόν για αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,7% βαθμούς το 2100 σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή, κάνοντας τη ζωή κόλαση.
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί, αλλά υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής.
Το 10% των πλουσιότερων χωρών ευθύνονται για πάνω από τις μισές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως, σύμφωνα με τον Ισακ Στόνταρντ, ερευνητή στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας.
Επιπλέον, οι χώρες που μολύνουν περισσότερο έχουν τη μεγαλύτερη δύναμη σε Διασκέψεις για το Κλίμα όπως η τωρινή στη Γλασκώβη και ταυτόχρονα αισθάνονται λιγότερο τις κλιματικές επιπτώσεις. Με άλλα λόγια, δεν έχουν μεγάλο κίνητρο να μειώσουν τις εκπομπές.
Αντίθετα, τις μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις στο κλίμα αισθάνονται οι χώρες που μολύνουν λιγότερο, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στo Annual Review of Environment and Resources.
Με τα σημερινά δεδομένα, οι προοπτικές δεν είναι καλές. Οι πλούσιες χώρες δεν θέλουν να αναλάβουν το τεράστιο κόστος της χρηματοδότησης πολιτικών φιλικών προς το περιβάλλον στις πιο φτωχές ενώ μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού τους δυσανασχετούν από τις αυξήσεις σε ορυκτά καύσιμα.
Επιπλέον, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών τους δεν δείχνει διατεθειμένη να μειώσει δραστικά την κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών, ώστε να περιορισθούν οι εκπομπές μεθανίου.
Έτσι που πάει, θα την πληρώσουμε όλοι μας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.