Πολλές φορές έχει αναφερθεί στον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο πως οι μεγάλοι χαμένοι της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και τις άλλες μεγάλες τράπεζες είναι οι καταθέτες.
Την ίδια περίοδο που κράτη, εταιρείες και νοικοκυριά δανείζονται με χαμηλά επιτόκια, οι καταθέτες «απολαμβάνουν» μηδενικά ή σχεδόν μηδενικά επιτόκια και μερικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα των αρνητικών επιτοκίων. Όμως, δεκάδες εκατομμύρια Γερμανοί καταθέτες και άλλοι έχουν βρει διέξοδο και εισπράττουν αρκετά μεγαλύτερο επιτόκιο μέσα από δύο ηλεκτρονικές πλατφόρμες (B2C) που συνδέουν απευθείας τους καταθέτες με δεκάδες πιστωτικά ιδρύματα από διαφορετικές χώρες στην ΕΕ.
Η πιο παλιά πλατφόρμα είναι η γερμανική “Deposit Solutions”, που ιδρύθηκε το 2011 και έχει επεκταθεί διεθνώς σ’ άλλες αγορές ενώ πιο νέα είναι η “Raisin”, αναφέρουν τραπεζίτες. Η πρώτη διαχειρίζεται πάνω από 17 δισ. ευρώ σε καταθέσεις και η δεύτερη 36 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την ίδια. Οι καταθέτες κάνουν εφάπαξ εγγραφή, ανοίγουν λογαριασμό στην πλατφόρμα και αφού επιβεβαιωθεί η ταυτότητά τους, η πλατφόρμα τούς στέλνει κωδικούς μέσω των οποίων μπορούν να έχουν πρόσβαση στις προσφορές ευρωπαϊκών τραπεζών από διαφορετικές χώρες, π.χ. Τσεχία, Αυστρία, Ελλάδα κ.λπ. Δεν χρειάζεται να ανοίγουν ξεχωριστούς λογαριασμούς σε κάθε τράπεζα ξεχωριστά. Οι πλατφόρμες ανοικτής τραπεζικής (B2C) προσφέρουν διέξοδο για υψηλότερα επιτόκια σε φυσικά πρόσωπα για ποσά έως 100 χιλ. ευρώ καθώς υπάρχει η σχετική εγγύηση.
Στη χώρα μας, οι ανωτέρω ηλεκτρονικές πλατφόρμες χρησιμοποιούνται από εγχώριες, μη συστημικές τράπεζες, για να αντλήσουν ρευστότητα έως 2 ή 3 έτη όπως παραδέχονται στελέχη τους. Αυτούς τους δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση στην καταθετική βάση άλλων χωρών χωρίς να έχουν δίκτυα λιανικής. Ενδεικτικά, όπως αναφέρθηκε στη στήλη, το επιτόκιο που πληρώνουν για μια κατάθεση 6μήνου μπορεί να είναι 0,5% ετησίως, εκ των οποίων 20 μονάδες βάσης περίπου είναι η προμήθεια της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Ενδεικτικά, για την ίδια περίοδο, οι μη συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα πληρώνουν 0,2%-0,3% και οι τέσσερις συστημικές κάτω από 0,10%.
Οι συστημικές τράπεζες προσφέρουν χαμηλότερα επιτόκια, γιατί έχουν μεγάλη ρευστότητα καθώς οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων αβγατίζουν και οι ίδιες έχουν πρόσβαση στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες παραμένουν φειδωλές στις χρηματοδοτήσεις τους. Η συμπίεση του επιτοκιακού περιθωρίου έχει αρνητική επίπτωση στα κέρδη τους και τις αναγκάζει να ψαλιδίζουν τα επιτόκια καταθέσεων προς απογοήτευση των καταθετών. Όμως, πλέον φαίνεται πως οι Έλληνες καταθέτες έχουν εναλλακτική επιλογή με υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων. Σε ελεγχόμενο βαθμό, υπο τις παρούσες συνθήκες, θα «ανακούφιζε» και τις εγχώριες τράπεζες καθώς τόση υπερβάλλουσα ρευστότητα δεν είναι επιθυμητή.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.