Όταν μια οικονομία αναπτύσσεται και πάει καλά, οι τράπεζές της εμφανίζουν αυξημένη κερδοφορία και οι μετοχές τους συνήθως καταγράφουν άνοδο.
Η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί με ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022, μετά από ένα απογοητευτικό 2020 λόγω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Όμως, ο τραπεζικός κλάδος, που είναι ένας από τους κατεξοχήν ωφελημένους σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν δείχνει να συμμετέχει με ενθουσιασμό, αν κρίνει κανείς από την πορεία των μετοχών τους.
Προφανώς, το «αιώνιο» πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό παρά τη μείωση του ιστορικού στοκ ενώ η πανδημία αναμένεται να προσθέσει νέα προβληματικά δάνεια. Η αγορά δεν μπορεί να το αγνοήσει παρά τις διευκολύνσεις που δίνει ο επόπτης (SMS) για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων της πανδημίας, ώστε να αντισταθμίσει τις απώλειες από τις συναλλαγές μείωσης των ΜΕΑ -είτε πρόκειται για τιτλοποιήσεις, είτε για απευθείας πωλήσεις δανείων, είτε για διαγραφές.
Χώρες όπως η Ιταλία και η Ιρλανδία μάς δείχνουν τον δρόμο και εμείς, έστω με κάποια καθυστέρηση, τις αντιγράφουμε. Πώς; Προχωρώντας σε ανταλλαγές (swaps) ελληνικών ομολόγων που έχουν οι τράπεζες στο χαρτοφυλάκιο διακράτησης μέχρι τη λήξη, με νέα ομόλογα πολύ μεγαλύτερης διάρκειας που εκδίδει το ελληνικό Δημόσιο.
Αν και δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις θέλουν τις 4 συστημικές τράπεζες να ενισχύουν τα κεφάλαιά τους με το ποσό του 1 δισ. ευρώ και άνω από αυτές τις ανταλλαγές. Φυσικά, οι τράπεζες θα μπορούσαν να πουλήσουν τα ομόλογα στη δευτερογενή αγορά και να «τσεπώσουν» το κέρδος. Όμως, θα έχαναν τα έσοδα από τα τοκομερίδια των ομολόγων για τα επόμενα χρόνια, σε μια τέτοια περίπτωση.
Έρχεται λοιπόν το κράτος που είναι ο εκδότης και ανταλλάσσει νέα ομόλογα με πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, π.χ. 30 χρόνια, με τα δικά τους που μπορεί να λήγουν σε 3, 5, 7 χρόνια κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι τράπεζες μπορούν, αφενός, να καταγράψουν τις υπεραξίες, ενισχύοντας τα κεφάλαιά τους και αφετέρου, να εισπράττουν έσοδα από τόκους για περισσότερα χρόνια καθώς το μέσο κουπόνι των νέων ομολόγων είναι παρόμοιο με εκείνο των παλαιών που διακρατούν.
Φυσικά, όφελος από μια τέτοια ανταλλαγή ομολόγων έχει και το δημόσιο, γιατί διαφορετικά δεν θα λάμβανε μέρος. Το όφελος συνοψίζεται στην επιμήκυνση της μέσης διάρκειας μέρους του δημόσιου χρέους και στη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης.
Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.