Η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως, συνηθίζεται να λέγεται. Όμως, η ελληνική ιστορία διδάσκει πως αυτό δεν είναι απαραίτητα σωστό.
Αν και έχουν περάσει κάπου 120 χρόνια από τις αρχές του 20ού αιώνα, που ο ποιητής Γιώργος Σουρής σατίριζε τα γεγονότα της εποχής του, μια απλή ανάγνωση των ποιημάτων του δείχνει πως δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Αρκετά πράγματα και συμπεριφορές του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού αιώνα παραμένουν ίδια. Συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη διαχρονικά, παρότι μας έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα. Κοινώς, δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας.
Χθες το μεσημέρι πληροφορηθήκαμε ότι το ελαιόλαδο πιάνει καλύτερες τιμές φέτος, γύρω στα 3 ευρώ το λίτρο, έναντι κάπου 2 ευρώ πέρυσι. Όσον αφορά την παραγωγή ελαιολάδου, αυτή εμφάνιζε αυξομείωση ανάλογα την περιοχή της χώρας. Εξεπλάγημεν λοιπόν δυσάρεστα όταν διαβάσαμε τη διανομή 120 εκατ. ευρώ περίπου σε κατ’ επάγγελμα αγρότες, παραγωγούς ελαιολάδου από τον κρατικό κορβανά λόγω Covid-19. Στο εύλογο ερώτημα που θέσαμε προς κρατικούς αξιωματούχους γιατί δίνεται η ενίσχυση, από τη στιγμή που το ελαιόλαδο πιάνει καλή τιμή μέχρι στιγμής φέτος, δεν πήραμε απάντηση.
«Ξέρεις πόσα τέτοια γίνονται μέσα στην πανδημία;» σχολίασε ένας αξιωματούχος, εκφράζοντας εμμέσως την άποψη ότι είναι σταγόνα στον ωκεανό και δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κάποιος. Μήπως έχεις την εντύπωση ότι τα δισεκατομμύρια ευρώ που δίνονται για διάφορα προγράμματα όπως η Επιστρεπτέα Προκαταβολή θα επιστραφούν στο κράτος από αυτούς που τα πήραν; ρώτησε. «Όχι» του απάντησα. «Πιστεύω ότι τα κόμματα θα ανταγωνίζονται το ένα το άλλο τα επόμενα χρόνια, ποιο θα τους χαρίσει τα περισσότερα». Φυσικά, θα ήταν ευχής έργο να διαψευσθούμε, όμως είναι πιθανό αυτό να συμβεί.
Το πρόβλημα είναι πως τη συσσώρευση επιπλέον δημόσιου χρέους θα τη βρούμε μπροστά μας. Έστω κι αν αυτό συμβεί σε 5 ή 10 ή 15 χρόνια, λόγω της ληκτικότητας των ομολόγων που πουλάμε στις αγορές με τις πλάτες της ΕΚΤ. Εν τω μεταξύ σε μερικούς μήνες αναμένεται να ξεκινήσει η συζήτηση για τις όποιες αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας.
Για όσους έχουν βραχεία μνήμη, η Ελλάδα όφειλε να εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ κατ’ ελάχιστο την 5ετή περίοδο 2018-2022, για να διατηρηθεί το χρέος φερέγγυο.Όμως, η χώρα ανέλαβε επίσης τη δέσμευση να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2023 μέχρι το 2050.
Ο υπολογισμός που έγινε προ Covid-19 έδινε πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ και υπάρχουν ελπίδες πως ο επανυπολογισμός με τα νέα δεδομένα θα μειώσει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα (έσοδα μείον δαπάνες εκτός τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους) προς το 2% του ΑΕΠ. Και πάλι, όμως, ο δημοσιονομικός πήχης θα μπει σχετικά ψηλά, αν και χαμηλότερα από πριν. Ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι η φετινή χρονιά εκτιμάται ότι θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 7,2% του ΑΕΠ και το 2021 με πρωτογενές έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ.
Ακόμη και αν οι θεσμοί επιτρέψουν το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού να είναι ίσα βάρκα, ίσα νερά το 2022, ο στόχος για πλεόνασμα 2%-2,6% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την επόμενη τριετία δείχνει τις δυσκολίες της δημοσιονομικής πρόκλησης. Είναι κάτι που συνήθως ξεχνάμε στην Ελλάδα ενώ φορτώνουμε νέο, μη παραγωγικό χρέος στο υφιστάμενο. Δυστυχώς, δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας κι αυτό θα έχει συνέπειες.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.