Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να είναι ένας αυταρχικός ηγέτης, όμως είναι αρκετά ευφυής πολιτικός για να καταλάβει ότι η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας επιτάσσει αλλαγή τακτικής στις σχέσεις του με την ΕΕ και άλλες χώρες. Χωρίς τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο από τις 20 Ιανουαρίου του 2021 και με το Κογκρέσο στα κάγκελα για τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο θέμα των ρωσικών πυραύλων S-400, των Κούρδων στη Συρία και τη δίωξη εναντίον της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank για παραβίαση του εμπάργκο εναντίον του Ιράν σε εξέλιξη, με εμπλοκή των δυο γιων του, ο Ερντογάν μπορεί να περιμένει άσχημα νέα από τις ΗΠΑ. Επίσης, έχοντας ανοίξει μέτωπο με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν και την Ελλάδα και γνωρίζοντας τη δύσκολη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει ότι θα πρέπει να ρίξει τους τόνους και να μειώσει τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κι αυτό ακριβώς έχει αρχίσει να κάνει, δείχνοντας ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Για να αποφύγει τα χειρότερα, δηλ. κάποιες σημαντικές κυρώσεις από την ΕΕ τον Δεκέμβριο, αλλάζει τόνο, λέγοντας χθες «Βλέπουμε τους εαυτούς μας ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης…», αποσύρει το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στα τέλη Νοεμβρίου ενώ υπενθυμίζει τον ρόλο της Τουρκίας στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα.
Όλοι αναγνωρίζουν ότι η Τουρκία έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες και πιο δυναμικές οικονομίες της Μέσης Ανατολής. Αυτό της έχει επιτρέψει να αυξήσει την περιφερειακή επιρροή της όπως απέδειξε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στη Συρία και στη Λιβύη. Όμως, η ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων έχει βασισθεί στο εξωτερικό χρέος, κυρίως των επιχειρήσεων. Με τη μεγάλη διολίσθηση της λίρας, το κόστος εξυπηρέτησης αυτών των δανείων, κυρίως σε δολάρια, έχει αυξηθεί πολύ στο τοπικό νόμισμα. Επιπλέον, η μεγάλη αύξηση των επιτοκίων της λίρας που εφάρμοσε ο νέος διοικητής της κεντρικής τράπεζας, με στόχο τη σταθεροποίηση του νομίσματος, αυξάνει το κόστος των δανείων σε λίρα για τους υπολοίπους και ουσιαστικά διατηρεί την τουρκική οικονομία σε τροχιά ύφεσης το 2021.
Για τον Ερντογάν, που υπερηφανευόταν πως πήρε την οικονομία το 2002 σε πολύ άσχημη κατάσταση και την έφτασε πολύ ψηλά, η οικονομική ύφεση απειλεί την πολιτική του ύπαρξη και ίσως όχι μόνο ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2023. Η παραίτηση του γαμπρού του από τη θέση του ΥΠΟΙΚ ίσως δεν είναι άσχετη με αυτή την προοπτική, ισχυρίζονται ορισμένοι στην Τουρκία. Επομένως, η αποστασιοποίηση από τον Ερντογάν είναι μια λογική κίνηση και ίσως συνοδευθεί από χωρισμό με την κόρη του προέδρου, αν οι φήμες έχουν βάση.
Όμως, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας που αναγκάζουν τον Ερντογάν να χαμηλώσει τους τόνους και να παίρνει στο τηλέφωνο τον Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας δεν σημαίνει ότι αλλάζει την εθνικο-ισλαμιστική ατζέντα του.
Για την Ελλάδα, οι ανωτέρω εξελίξεις αποτελούν παράθυρο ευκαιρίας για να καλυφθούν μια σειρά από αδυναμίες σε στρατιωτικό εξοπλισμό. Η κατεπείγουσα αγορά των γαλλικών Rafale, γενιάς 4.5 και οι κινήσεις ενίσχυσης του στόλου δείχνουν ότι η Αθήνα έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης μετά από πολλά χρόνια χωρίς κύριους εξοπλισμούς. Χωρίς εθνική βιομηχανία κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού, την απροθυμία των κυβερνόντων να μειώσουν τις λειτουργικές και μη αμυντικές δαπάνες και το υψηλό δημόσιο χρέος, τα περιθώρια για εξοπλισμούς είναι περιορισμένα. Όμως, σε βάθος χρόνου, το κόστος των εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι πιο υποφερτό.
Αν όμως οι πόλεμοι στη Λιβύη και στον Καύκασο έδειξαν κάτι, αυτό είναι η αποτελεσματικότητα των τουρκικών τηλεκατευθυνόμενων αεροσκαφών, των γνωστών Μπαϊρακτάρ ΙΙ. Η αντιμετώπιση των τελευταίων θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Τα ηλεκτρονικά αντίποινα μοιάζουν ο καλύτερος τρόπος καθώς η Ελλάδα δεν μπορεί να αγοράσει μεγάλο αριθμό drones. Όμως, αυτό προϋποθέτει εκμετάλλευση του παραθύρου ευκαιρίας που ανοίγει η αδυναμία της τουρκικής οικονομίας.
Η οικονομική αδυναμία της Τουρκίας δημιουργεί πρόβλημα στον Ερντογάν και δίνει την ευκαιρία σε μας να κλείσουμε κάποιες από τις εξοπλιστικές τρύπες. Κι αυτό γιατί ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει εγκαταλείψει τις νεο-οθωμανικές βλέψεις του.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.