Η απόφαση της Αθήνας να διαρρεύσει σε ξένο ΜΜΕ τη διαμεσολάβηση της Γερμανίδας καγκελαρίου κας Μέρκελ προς τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, για να αποτραπεί ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο την προηγούμενη εβδομάδα, ήταν μια σωστή κίνηση.
Πρώτον, κατέγραφε τα γεγονότα στην πραγματική τους διάσταση και δεύτερον, υπογράμμιζε την ηγετική παρουσία της κας Μέρκελ, η χώρα της οποίας ασκεί την προεδρία της ΕΕ αυτό το εξάμηνο. Αν ο κ. Ερντογάν άλλαζε άποψη, αυτό θα εξέθετε την καγκελάριο, που θα είχε πλέον λιγότερες ενστάσεις στην επιβολή κυρώσεων της ΕΕ εναντίον της Τουρκίας. Τα δημοσιεύματα που ακολούθησαν στον γερμανικό και στον τουρκικό Τύπο επιβεβαίωσαν την πληροφορία.
Όμως, αυτή είναι η μια πλευρά της ιστορίας. Η άλλη πλευρά δεν είναι άλλη από την αμερικανική, που φέρεται να χρησιμοποίησε διάφορα κανάλια για να επικοινωνήσει στην Τουρκία πως δεν έβλεπε με καλό μάτι την ένταση στο Αιγαίο. Οι τοποθετήσεις του γερουσιαστή κ. Μενέντεζ και άλλων Αμερικανών πολιτικών την επόμενη μέρα και μέρες έπαιξαν επίσης ρόλο, με αποκορύφωμα την άφιξη του αεροπλανοφόρου Αϊζενχάουερ νότια της Κρήτης για ασκήσεις με την πολεμική μας αεροπορία.
Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ έχουν ταχθεί υπέρ του αγωγού φυσικού αερίου East Med μέσω Ελλάδος, που είναι κόκκινο πανί για την Τουρκία και τη Ρωσία, καθώς αφήνει την πρώτη απέξω και περιορίζει τον ρόλο της δεύτερης στον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ. Σε αντίθεση με τον αγωγό Nord Stream 2 από τη Ρωσία, που προωθεί η Γερμανία και αποτελεί κόκκινο πανί για τις ΗΠΑ.
Γιατί τα αναφέρουμε όλα αυτά;
Η Γερμανία και οι ΗΠΑ έχουν διαφορετικά εθνικά συμφέροντα στην Ευρώπη, με επίκεντρο τη Ρωσία. Η Γερμανία ήταν μια κατακερματισμένη χώρα μέχρι το 1871, όταν ενοποιήθηκε. Διαιρέθηκε εκ νέου μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και επανενώθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η κύρια στρατηγική της Γερμανίας είναι η διατήρηση της ευημερίας της με την ισχυροποίηση της ΕΕ ως αγοράς για όλα τα προϊόντα της καθώς στηρίζει την ευημερία της και ταυτόχρονα την αποφυγή στρατιωτικών συγκρούσεων, που θα έθεταν την εδαφική ακεραιότητά της σε κίνδυνο. Γι’ αυτό η Γερμανία προτιμά μια πολιτική συμφωνία με τη Ρωσία, που αποτελεί επίσης μια μεγάλη αγορά για τα προϊόντα της.
Η αμερικανική στρατηγική δεν θέλει καμία χώρα να κυριαρχεί στην Ευρώπη ή στην Ασία. Από αμερικανικής σκοπιάς, η Ρωσία είναι αντίπαλος και απειλή που θα πρέπει να ελεγχθεί από τη Δυτική Συμμαχία. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την Πολωνία στον Βορρά και τη Ρουμανία στη Μαύρη Θάλασσα γι’ αυτό τον σκοπό, αποδυναμώνοντας τη γερμανική επιρροή στην Ευρώπη. Η Τουρκία είναι χρήσιμη στις ΗΠΑ, γιατί μπορεί να βοηθήσει τόσο στον έλεγχο της Ρωσίας όσο και του Ιράν, με τις οποίες είναι ιστορικά αντίπαλος. Αυτό εξηγεί την ανοχή της Ουάσινγκτον σε κάποιες τουρκικές κινήσεις, π.χ. εισβολή στη Συρία. Σημειώνεται πως εδώ και μερικά χρόνια, οι ΗΠΑ θεωρούν μεγαλύτερη απειλή την Κίνα και ακολουθούν η Ρωσία και το Ιράν.
Αυτό είναι το περίπλοκο πλαίσιο γεωπολιτικών σχέσεων εντός του οποίου η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευθεί για τα ελληνοτουρκικά τόσο με τη Γερμανία, που είναι η οικονομική ηγέτιδα της ΕΕ, όσο και τις ΗΠΑ, που είναι η μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη. Φυσικά, υπάρχουν κι άλλοι παίκτες, π.χ. Γαλλία, Ισραήλ κ.λπ. Όμως, Γερμανία και ΗΠΑ μπορούν να εισακουσθούν περισσότερο από τον Ερντογάν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.