Η Ελλάδα πλέον γνωρίζει πως θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τις τουρκικές φιλοδοξίες στην ευρύτερη περιοχή και να τις αντιμετωπίσει τόσο βραχυπρόθεσμα, με τα πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα που διαθέτει, όσο και μεσομακροπρόθεσμα.
Το σχέδιο της Τουρκίας και του Ταγίπ Ερντογάν, του πρώην συμβούλου του ισλαμιστή πολιτικού Ερμπακάν, το κόμμα του οποίου τέθηκε εκτός νόμου στο παρελθόν από την κοσμική, κεμαλική ελίτ της Τουρκίας, είναι ξεκάθαρο. Για να πετύχει, βασίσθηκε στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, της τάξης του 5% με 10% από το 2002, που το κόμμα του, το ΑΚΡ, πήρε την εξουσία. Αυτό έδωσε στην Τουρκία θέση στο τραπέζι των ισχυρών χωρών του G20 και της επέτρεψε να επιταχύνει την ενίσχυση της εθνικής στρατιωτικής βιομηχανίας που ξεκίνησε μετά την επιβολή του εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 και βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα. Επέτρεψε επίσης στον Ερντογάν να καλλιεργήσει και να χρηματοδοτήσει ισλαμικές δραστηριότητες σε άλλες χώρες, που κάποτε ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έχουν ισχυρή παρουσία, με στόχο τη δημιουργία μιας περιφερειακής υπερδύναμης.
Το μειωμένο στρατηγικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την ευρύτερη περιοχή της Ανατ. Μεσογείου, καθώς το γεωπολιτικό κέντρο βάρους στρέφεται στην Ασία, έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία και στον Ερντογάν να το εκμεταλλευτεί. Ο Ερντογάν δεν θέλει πλέον να θεωρείται η Τουρκία από τις ΗΠΑ ο μικρός σύμμαχος (junior ally) και το δείχνει. Όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ρωσία και το Ιράν είναι παραδοσιακοί αντίπαλοι της χώρας του, το «αγκάθι» των Κούρδων συνεχίζει να υπάρχει, χρειάζεται την ΕΕ για εμπόριο και κεφάλαια και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ.
Ο ίδιος γνωρίζει επίσης ότι έχει θανάσιμους εχθρούς που παραμονεύουν και οι προεδρικές εκλογές του 2023 θα είναι κρίσιμες καθώς διακυβεύεται η ζωή του όπως με το πραξικόπημα του 2016. Χωρίς την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, αυτό γίνεται εξαιρετικά δύσκολο, από τη στιγμή που πλέον έχει ισχυρό αντίπαλο στον κ. Ιμάμογλου, δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης. Κι η ανάπτυξη έχει βασιστεί στον εξωτερικό δανεισμό του ιδιωτικού τομέα, κυρίως, τα τελευταία χρόνια.
Αυτός είναι ένας λόγος που κάνει ξένους αναλυτές να πιστεύουν ότι αυτά που βλέπουμε να εξελίσσονται με το Oruc Reis είναι μέρος μιας διαδικασίας που ίσως κορυφωθεί το 2022-2023 και αποβλέπει στην επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λωζάνης όσο μας αφορά.
Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να παρακολουθεί απαθής. Γι’ αυτό χρειάζονται κάποιες «θυσίες» στο εσωτερικό και συμμαχίες στο εξωτερικό. Η διάθεση των 2,9 δισ. από τα 3,9 δισ. των αναδρομικών των συνταξιούχων για την εθνική άμυνα, δηλ. το κόστος των δύο γαλλικών φρεγατών, θα μπορούσε να είναι μια κίνηση. Η αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού του υπουργείου Εθνικής Άμυνας προς «έξυπνους», φθηνούς εξοπλισμούς σε συνδυασμό με τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της εθνικής στρατιωτικής βιομηχανίας και περιορισμό των λειτουργικών δαπανών, π.χ. παροχών, θα μπορούσε να είναι μια άλλη. Η κινητοποίηση της ομογένειας με την «υιοθέτηση» μέσω κάλυψης εξόδων π.χ. πλοίων του πολεμικού ναυτικού, όπως έχει προταθεί, είναι μια άλλη.
Αναμφίβολα, η ισχυρή εθνική άμυνα συμβαδίζει με μια ισχυρότερη οικονομία και θα πρέπει να υπάρξει μια ελάχιστη εθνική συναίνεση σ’ αυτό το μέτωπο, που δεν θα συνδέεται με άλλες πολιτικές διαμάχες. Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης, με μεγάλο χρέος, δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη τα συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα των εταίρων της. Ακόμη κι όταν δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα συμφέροντα της Γερμανίας, της οικονομικά ισχυρότερης χώρας της ΕΕ, συμβαδίζουν απόλυτα με τα δικά της στην περιοχή. Όπως άλλωστε και με των ΗΠΑ.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, ορισμένοι από την άλλη άκρη του Ατλαντικού θέτουν το ερώτημα της υπογραφής ενός συμφώνου στρατιωτικής συμμαχίας με το Ισραήλ και την Κύπρο, που θα έχει την εγγύηση των ΗΠΑ αλλά όχι πιθανόν τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας.
Δεν γνωρίζουμε την απάντηση σ’ αυτό. Αυτό που κατανοούμε είναι πως η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει κάποιες δύσκολες αποφάσεις, αν θέλει να αντιμετωπίσει τα τουρκικά σχέδια. Και οι αποφάσεις δεν συμβαδίζουν με παροχές, φραπέ και Καγιέν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.