Πριν λίγο καιρό, ένας συμπατριώτης μας, ο οποίος διευθύνει μια βιομηχανική μονάδα στην Πολωνία, έλεγε στη στήλη πόσο άλλαξε προς το καλύτερο η πόλη στην οποία μένει τα τελευταία χρόνια, λόγω των προγραμμάτων της ΕΕ. «Αυτό δεν το βλέπεις στην Ελλάδα», τόνισε.
Η διαπίστωση είναι σωστή αλλά δεν είναι η έλλειψη κοινοτικών χρημάτων που εξηγεί τη διαφορά. Η Ελλάδα έχει λάβει πακτωλούς χρημάτων από την ΕΕ -παρότι υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως συνεισφέρουμε περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό απ’ όσα εισπράττουμε. Αν ήταν μόνο τα χρήματα, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι μια από τις πιο σύγχρονες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες στην ΕΕ, αλλά δεν είναι.
Γι’ αυτό τον λόγο προβληματισθήκαμε κάπως, διαβάζοντας τη δήλωση του αντιπροέδρου της ΕΕ κ. Σχοινά στον Σκάι ότι ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε ένα επιπρόσθετο ΕΣΠΑ για τη χώρα μας με την πρότασή της για το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 750 δισ. ευρώ. Ο κ. Σχοινάς έχει δίκιο, αφού η Ελλάδα πρόκειται να λάβει 22,5 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,5 δισ. ευρώ σε δάνεια, αν η πρόταση της Κομισιόν για το Ταμείο εγκριθεί. Όμως, η ιστορία και κυρίως η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ΕΣΠΑ στην Ελλάδα δεν είναι υψηλή. Μάλλον χαμηλή, θα λέγαμε.
Φυσικά, αρκετοί έφτιαξαν περιουσίες, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες και τους μηχανισμούς που έχουν στηθεί εδώ και δεκαετίες. Κι αυτό γιατί, αφενός, υπήρχε η ανάγκη για απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, ώστε να τονωθεί η οικονομία και αφετέρου, αντιδρούσε η γραφειοκρατία που είχε πολιτικές διασυνδέσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εκάστοτε πολιτική ηγεσία να μη βλέπει με καλό μάτι ανατρεπτικές προτάσεις, που κατέληγαν πρακτικά σε διάλυση των υφιστάμενων δομών και μηχανισμών του ΕΣΠΑ.
Ακόμη κι όταν υπήρχαν εξόφθαλμες περιπτώσεις διαφθοράς με εμπλοκή της OLAF, του γραφείου για την καταπολέμηση της διαφθοράς με κοινοτικά κονδύλια, οι μόνοι ίσως χαμένοι ήταν οι καταγγέλλοντες, που έμπλεκαν σε χρόνιες δικαστικές διαμάχες και συχνά δέχονταν απειλές.
Για να επανέλθουμε λοιπόν στη πρόταση της Κομισιόν για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ, το ντιλ είναι πολύ καλό για την Ελλάδα. Αυτό ήδη φαίνεται στην αντίδραση των αγορών, με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν αισθητά, π.χ. του 10ετούς (ουσιαστικά 9ετούς) κάτω από το 1,6% χθες και του 5ετούς κοντά στο 0,90%.
Η θετική αντίδραση δεν είναι τυχαία. Οι αγορές προεξοφλούν ότι η πρόταση ή κάποια ελαφρώς τροποποιημένη μορφή της θα εγκριθεί τελικά, μειώνοντας αρκετά τις ανάγκες για εκδόσεις χρεογράφων από την Ελλάδα κι άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας τα επόμενα χρόνια. Κι αυτό γιατί θα μπορέσουν να εμφανίσουν μικρότερα δημοσιονομικά ελλείμματα, χωρίς αυτό να έχει αρνητικό αντίκτυπο στον ρυθμό ανάπτυξής τους.
Επίσης, το Ταμείο Ανάκαμψης θα τονώσει περαιτέρω τον ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών τους, με αποτέλεσμα να περιορισθεί η αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Το τελευταίο σημαίνει πως η επίπτωση της πανδημίας στην πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδας, της Ιταλίας κ.λπ. από τους οίκους αξιολόγησης, π.χ. S&P, Moody’s, Fitch, θα είναι περιορισμένη μεσοπρόθεσμα.
Φυσικά, υπάρχει και η πανευρωπαϊκή σκοπιά, που θέλει το ρίσκο της διάλυσης της ΕΕ να μειώνεται δραστικά μετά τη γερμανο-γαλλική πρωτοβουλία για το Ταμείο Ανάκαμψης που υιοθέτησε πρακτικά η Κομισιόν, γιατί δείχνει πολιτική βούληση.
Όλα αυτά είναι καλά και θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, αν η πρόταση της Κομισιόν υιοθετηθεί από τις 27 χώρες. Όμως, το δικό μας διαχρονικό πρόβλημα είναι η αξιοποίηση των νέων κοινοτικών κονδυλίων που θα εισρεύσουν.
Δυστυχώς, η ιστορία και οι υφιστάμενες δομές, διαδικασίες και μηχανισμοί δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.