Αν σας έλεγε κάποιος ότι το πρωί της Τετάρτης η Ελλάδα βρισκόταν εκτός του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ και τις πρώτες ώρες της Πέμπτης που ανακοινώθηκε, τη βρήκε μέσα, θα το πιστεύατε; Κι όμως.
Όλα ξεκίνησαν την προ-προηγούμενη Πέμπτη, με τα μέτρα που ανακοίνωσε η ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στην οικονομία της ευρωζώνης και τις αγορές με την εξάπλωση του κορωνοϊού.
Η ΕΚΤ απογοήτευσε πολλούς και φυσικά τις αγορές, που το έδειξαν με τον τρόπο τους. Πώς; Γκρεμίζοντας τα χρηματιστήρια στην ευρωζώνη και ανεβάζοντας τις αποδόσεις των ομολόγων της ευρωπεριφέρειας.
Παρά τις διάφορες παρεμβάσεις και τα μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που ανακοινώθηκαν από κυβερνήσεις κ.λπ., η κατάσταση χειροτέρευσε. Το ενδεχόμενο κι άλλες χώρες, π.χ. Ισπανία, Γαλλία, να βαδίσουν στα χνάρια της Ιταλίας ήταν πλέον ορατό.
Η ΕΚΤ αποφάσισε να επανέλθει με ένα πολύ μεγαλύτερο πακέτο μέτρων, που περιελάμβανε ένα έκτακτο QE για την περίσταση. Όμως, η Ελλάδα δεν ήταν μέρος του έκτακτου πακέτου ακόμη μια φορά, όπως αναφέρουν άτομα που έχουν γνώση των γεγονότων.
Σημειωτέον ότι η χώρα είχε επιδιώξει να ενταχθεί στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (QE) τον Αύγουστο του 2018 χωρίς αποτέλεσμα, παρά τις επαφές της τότε κυβέρνησης και του διοικητή της ΤτΕ κ. Γιάννη Στουρνάρα.
Η εξήγηση ή δικαιολογία που δινόταν από τη Φρανκφούρτη ήταν εξοργιστική. Αν τη συνοψίζαμε σε λίγα λόγια, θα ήταν η ακόλουθη. Εσείς (Ελλάδα) έχετε το «μαξιλάρι» ρευστότητας των 30-31 δισ. ευρώ και αν το εξαντλήσετε, π.χ. κάνοντας καταθέσεις στις τράπεζες, έχετε τον ELA. Κοινώς, οι τράπεζές σας θα μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας (ELA), δανειζόμενες ακριβότερα όπως παλιά, αν παραστεί ανάγκη, π.χ. χάσουν πολλές καταθέσεις. Κι όλα αυτά παρότι η Ελλάδα είναι ίσως ο καλύτερος μαθητής στην ευρωζώνη επί χρόνια, ενώ δεν φέρει καμία ευθύνη για την πανδημία που αφορά όλες τις χώρες.
Η στάση της αγοράς απέναντι σ’ όλα αυτά αποτυπωνόταν στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Το πρωί προς μεσημέρι της Τετάρτης, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είχε φθάσει το 4% και ακόμη χειρότερο, η καμπύλη των ελληνικών επιτοκίων είχε γίνει σχεδόν επίπεδη, προδικάζοντας ύφεση και ακόμη χειρότερο, κάποιο πιστωτικό γεγονός.
Σύμφωνα με διαφορετικές πηγές που δεν προέρχονται από το Μαξίμου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε δράση, επικοινωνώντας με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Δεν ήμασταν μπροστά για να ξέρουμε τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ τους. Αν όμως ήταν να μαντέψουμε, η θέση του Έλληνα πρωθυπουργού θα ήταν η εξής: Δεν μπορεί η ΕΚΤ να μην εφαρμόζει τους ίδιους κανόνες για όλες τις χώρες και να τιμωρεί την Ελλάδα που έχει εφαρμόσει ό,τι σχεδόν της έχει ζητηθεί επί χρόνια και η οποία δεν ευθύνεται για τη σημερινή κρίση.
Το επιχείρημα ήταν λογικό και σαφές. Εξίσου σημαντικό ήταν το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης είχε τα δεδομένα από την αγορά ομολόγων, για να υποστηρίξει τα λεγόμενά του και να το πάει παραπέρα.
Με άλλα λόγια, να υποστηρίξει πως αν η ΕΚΤ εξαιρούσε την Ελλάδα από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που είχε στα σκαριά, θα ήταν σαν να τη μεταχειριζόταν ως χώρα που δεν ανήκε στη ζώνη του ευρώ. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα εξέταζε όλες τις επιλογές της, υπενθυμίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους, ύψους 325 δισ. ευρώ, βρισκόταν στα χέρια της ευρωζώνης.
Επαναλαμβάνουμε πως δεν ήμασταν μπροστά και δεν ξέρουμε τι ακριβώς ειπώθηκε. Ομως, έχουμε εμπιστοσύνη πως η ουσία των συνομιλιών εξελίχθηκε κάπως έτσι.
Και φυσικά εκείνο που μετρά είναι το αποτέλεσμα, δηλ. η ένταξη της Ελλάδας στο έκτακτο QE ύψους 750 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2020, που ανοίγει τον δρόμο για την αντιμετώπιση της κρίσης με μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.