Ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard) είναι κομμάτι των οικονομικών της πληροφορίας και προκύπτει από «ασυμμετρίες στην πληροφόρηση». Αν ένα άτομο, επιχείρηση ή χώρα γνωρίζει πως θα διασωθεί, δεν έχει κίνητρο να αλλάξει την οικονομική πολιτική που την έφερε σε δύσκολη θέση, σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική.
Η Γερμανία κι άλλες χώρες της ευρωζώνης επικαλέστηκαν συχνά τον ηθικό κίνδυνο κατά τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, για να εφαρμοσθεί αυστηρή πολιτική απέναντι στην Ελλάδα προς παραδειγματισμό των άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας, π.χ. Πορτογαλίας.
Ερχόμενοι στη σημερινή εποχή, είναι η σειρά της Ελλάδας να επικαλεσθεί το επιχείρημα του ηθικού κινδύνου, για να ικανοποιηθεί ένα από τα τρία αιτήματα της χώρας προς τους δανειστές. Συγκεκριμένα, η υιοθέτηση ενός μηχανισμού μεταφοράς υπερπλεονάσματος από χρονιά σε χρονιά.
Οι συγκλίνουσες πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση να τα θέτει κατά τη σημερινή συνάντηση του νέου Ευρωπαίου επιτρόπου για οικονομικές υποθέσεις Paolo Gentiloni με τον υπουργό Οικονομικών κ. Σταϊκούρα και τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη. Τα άλλα δύο αιτήματα είναι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2021 και η αλλαγή χρήσης των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs) του ευρωσυστήματος.
Από τα τρία αιτήματα, η Αθήνα θεωρεί ευλόγως ότι ο μηχανισμός μεταφοράς των υπερπλεονασμάτων μπορεί να λάβει το πράσινο φως πιο εύκολα. Το αίτημα είναι πιο επίκαιρο καθώς η Eurostat θα ανακοινώσει τον Απρίλιο το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019, που οι εκτιμήσεις θέλουν να διαμορφώνεται στο 3,7%-3,8% του ΑΕΠ. Αν οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, τότε θα τεθεί εκ νέου θέμα χρήσης/διανομής του υπερπλεονάσματος.
Η συλλογιστική πίσω από το αίτημα για τον μηχανισμό είναι απλή. Η Αθήνα θεωρεί πως το σημερινό πλαίσιο ευνοεί τη δημιουργία υπερπλεονασμάτων καθώς προβλέπονται κυρώσεις, π.χ. τη μη επιστροφή των κερδών από SMPs, ANFAs, σε περίπτωση που ο δημοσιονομικός στόχος δεν πιαστεί. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σοβαρό κίνητρο να εφαρμόσουν πιο αυστηρές πολιτικές, για να βεβαιωθούν ότι θα πιαστεί ο στόχος 3,5% του ΑΕΠ για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Όμως, αυτό πληγώνει αφενός τον ρυθμό ανάπτυξης και αφετέρου, εθίζει ομάδες του πληθυσμού σε παροχές. Ο εθισμός στις κοινωνικές παροχές αυξάνει την εξάρτηση από τον κρατικό κορβανά. Επίσης, η πολιτική εξουσία αισθάνεται μεγαλύτερη πολιτική πίεση για «μονιμοποίηση» των παροχών, π.χ. 13η σύνταξη, και μπορεί να προχωρήσει σε νομοθέτησή τους, υπονομεύοντας τη δημοσιονομική θέση της χώρας.
Τα ανωτέρω είναι εύλογα επιχειρήματα υπέρ του μηχανισμού μεταφοράς υπερπλεονασμάτων και κατανοητά από τους δανειστές. Ο μηχανισμός θα επιτρέψει στην εκάστοτε κυβέρνηση να επεξεργάζεται πολιτικές που μεγιστοποιούν τον ρυθμό ανάπτυξης, χωρίς να φοβάται ότι θα «χάσει» τον δημοσιονομικό στόχο.
Ο στόχος δεν αλλάζει, όμως η κυβέρνηση θα μπορεί να ποντάρει στο όποιο μαξιλάρι υπερπλεονάσματος μεταφέρθηκε από την προηγούμενη χρονιά, π.χ. το 2020 στην υπέρβαση του στόχου από την προηγούμενη χρονιά, για να εφαρμόσει τις πολιτικές της. Όμως, το ερώτημα που γεννάται είναι τι θα γίνει αν η Ελλάδα βρεθεί κάτω από τον δημοσιονομικό στόχο την επόμενη χρονιά;
Η Αθήνα θα ήθελε προφανώς να μην υπάρχουν συνέπειες, δηλαδή να μη χρειαστεί να παράξει υψηλότερα πλεονάσματα το επόμενο έτος για να αναπληρώσει την αστοχία του προηγούμενου έτους. Κι αυτό γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε πρακτικά με αλλαγή του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Επομένως, δύσκολα θα γινόταν αποδεκτό από τους Ευρωπαίους δανειστές σ’ αυτή τη μορφή, παρότι η Αθήνα θα μπορούσε να επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι οι πολιτικές της είχαν εγκριθεί από την Κομισιόν. Ιδίως, όταν θα πρέπει να τύχει της έγκρισης κάποιων κοινοβουλίων.
Ακόμη λοιπόν κι ο μηχανισμός μεταφοράς υπερπλεονασμάτων δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο ακούγεται.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.