Η φράση «Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά» είναι ο τίτλος του διάσημου βιβλίου των Reinhart και Rogoff για τις χρηματοοικονομικές κρίσεις και το χρέος. Αρκετοί τις θεωρούν επίσης τις 4 πιο επικίνδυνες λέξεις στον χώρο των επενδύσεων. Το βιβλίο επικρίθηκε μεν αργότερα για τις ανακρίβειες κάποιων στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν, όμως η γενική θέση του είναι ευρέως αποδεκτή.
Οι υπερχρεωμένες χώρες θα βιώσουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και σε κάποιο σημείο θα βρεθούν αντιμέτωπες με τη χρεοκοπία ή τον πληθωρισμό. Βλέποντας το μεγάλο ράλι σε μετοχές και ομόλογα να συνεχίζεται για πολλά χρόνια με την κρίση του 2008, αρκετοί αναλυτές και σχολιαστές προέβλεψαν πολλές φορές την κατάρρευση των αγορών, τα χρόνια που μεσολάβησαν. Είτε γιατί εκτιμούσαν ότι το θέμα του χρέους δεν έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, είτε γιατί έβλεπαν μία επιστροφή στην προ κρίσης εποχή.
Όμως, κερδισμένοι βγήκαν όσοι εκμεταλλεύθηκαν τις ευκαιρίες της εποχής του πολύ φθηνού χρήματος, που ήταν απόρροια της πολιτικής των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Ίσως γιατί αντελήφθησαν πως οι οικονομίες δεν επηρεάζονται τόσο πολύ από την πιστωτική επέκταση/συρρίκνωση όσο πριν το 2008, όταν ο τραπεζικός δανεισμός έδινε τον τόνο.
Η Μεγάλη Ύφεση ήταν κομβικό σημείο, γιατί το υπερβάλλον χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα μεταφέρθηκε στο κρατικό αντί να αντιμετωπισθεί με χρεοκοπίες. Η Ελλάδα ήταν εξαίρεση καθώς η πηγή του προβλήματος ήταν το δημόσιο χρέος. Μ’ αυτό τον τρόπο σώθηκαν μεν πολλές θέσεις εργασίας αλλά η διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής του Σουμπέτερ διακόπηκε. Το αποτέλεσμα ήταν να διασωθούν χρεωμένες εταιρείες που επιζούν, πληρώνοντας τους τόκους αλλά όχι το κεφάλαιο. Είναι οι εταιρείες-ζόμπι.
Στη νέα εποχή, μεγάλο μέρος του χρέους έχει βρεθεί στα χέρια των κεντρικών τραπεζών που το χρησιμοποιούν ως εργαλείο σταθεροποίησης του οικονομικού κύκλου, αγοράζοντας ή πουλώντας χρεόγραφα. Είναι όμως μάλλον απίθανο να αποφασίσουν οι ίδιες να εγκαταλείψουν το εργαλείο τους.
Δεν είναι σαφές αν οι κεντρικές τράπεζες θα καταφέρουν ή όχι να εξαλείψουν τον αποκαλούμενο επιχειρηματικό κύκλο που έχει τα πάνω (ανάπτυξη) και τα κάτω του (ύφεση), αυξομειώνοντας τον ισολογισμό τους. Μερικοί θεωρούν πως θα πρέπει να αγνοήσουμε το χρέος που χρωστά ένα μέλος του κράτους, π.χ. κεντρικές τράπεζες, σε ένα άλλο, π.χ. κυβερνήσεις. Αν έχουν δίκιο, αυτό σημαίνει πως στην ουσία το πρόβλημα μ’ ένα σημαντικό μέρος του χρέους έχει αντιμετωπισθεί.
Επομένως, είναι λογικό να υποθέσει κάποιος πως το σημερινό σύστημα οδηγεί μεν σε παρατεταμένες περιόδους με χαμηλή μεταβλητότητα και φούσκες σε επιμέρους αγορές. Με τη διαφορά πως όταν οι τελευταίες σκάνε, δεν απειλούν σοβαρά όλο το οικονομικό οικοδόμημα. Υπό αυτή την έννοια, ίσως αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Ο χρόνος θα δείξει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.