Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα έχει μπει εδώ και καιρό σ’ αυτό που κάποιοι αποκαλούν ενάρετο οικονομικό κύκλο. Μόνο που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πότε θα τελειώσει. Ακόμη κι αν έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να συνεχιστεί, αρκούσε ένα γεωπολιτικό γεγονός στην περιοχή ή μια διεθνής αναταραχή στο χρηματοοικονομικό τοπίο για να ανατραπούν όλα.
Όλα αυτά είναι πράγματα που γνωρίζουν όσοι αγόρασαν ελληνικά ομόλογα την προηγούμενη χρονιά και όσοι τα προτιμήσουν το 2020. Όμως, το πρώτο πράγμα στο μυαλό όλων αυτών μαζί με τη συγκριτική απόδοση που προσφέρουν τα χρεόγραφα είναι ο κίνδυνος να μην πάρουν πίσω τα λεφτά τους.
Η αγορά γνωρίζει πως η Ελλάδα «κούρεψε» το 2012 τους πιστωτές της όσο καμία άλλη χώρα στη σύγχρονη ιστορία. Γι’ αυτό τον λόγο έχει σημασία να υπάρχει ένα μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας, που να καλύπτει τις ανάγκες κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών του κράτους για τα επόμενα χρόνια.
Φυσικά, ένα μεγάλο μαξιλάρι έχει κόστος, καθώς η χώρα πληρώνει τοκοχρεολύσια για δανεικά που δεν έχει άμεσα ανάγκη. Από την άλλη, το μαξιλάρι λειτουργεί ως εγγύηση για τους δυνητικούς αγοραστές ελληνικών ομολόγων.
Αν έχουμε σωστή εικόνα, το απόθεμα ρευστότητας ανέρχεται σήμερα σε 32-34 δισ. ευρώ περίπου και καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επόμενων ετών. Η χώρα έχει επίσης γνωστοποιήσει πως θα βγει ξανά στις αγορές φέτος για ένα ποσό μέχρι 9 δισ. ευρώ. Ένα μέρος του εικάζεται πως θα κατευθυνθεί στην αποπληρωμή τμήματος του δανείου που η χώρα έχει λάβει από το ΔΝΤ.
Ο συνδυασμός του μεγάλου μαξιλαριού ρευστότητας και ο σχετικά περιορισμένος δανεισμός της χώρας φέτος συνιστά καλό οιωνό για τους όρους των νέων ομολόγων που θα εκδοθούν. Ο οιωνός γίνεται ακόμη καλύτερος, αν αναλογιστεί κάποιος ότι είναι θέμα χρόνου να επιτρέψει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες να αγοράζουν εγχώρια κρατικά ομόλογα.
Κι ασφαλώς δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί η εκτίμηση ότι η καθαρή προσφορά κρατικών χρεογράφων από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα είναι η μικρότερη από το 2008. Η JPMorgan ανεβάζει τον καθαρό δανεισμό στα 188 δισ. ευρώ το 2020.
Ασφαλώς, το απόθεμα ρευστότητας μπορεί να μειωθεί από τα επίπεδα των 32 δισ. ευρώ, αν αυτό εξυπηρετεί τη βελτίωση του προφίλ του ελληνικού χρέους. Οσο όμως η Ελλάδα παραμένει στην κατηγορία των χωρών που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα για να αγοράζει η ΕΚΤ τα ομόλογά της, το ενισχυμένο μαξιλάρι θα πρέπει να υπάρχει.
Αφενός, για να υπενθυμίζει στους εν δυνάμει αγοραστές των ομολόγων της πως διατρέχουν μικρό κίνδυνο και αφετέρου, πως δεν τους έχει ανάγκη.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.