Η μεγάλη άνοδος των τιμών των ελληνικών ομολόγων ή η μεγάλη πτώση των αποδόσεών τους, αν προτιμάτε, είναι μια πολύ καλή εξέλιξη.
Ιδίως αν συνοδεύεται από τη συμπίεση των επιτοκιακών διαφορών (spreads) μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών της ευρωζώνης, γιατί διαφορετικά παρακολουθεί απλώς τη διεθνή πτωτική τάση των αποδόσεων.
Η χώρα θα μπορεί να δανείζεται φθηνότερα στις αγορές, πληρώνοντας λιγότερους τόκους, ενώ το ίδιο θα ισχύει σε γενικές γραμμές για τις εγχώριες επιχειρήσεις και τράπεζες.
Όμως, δεν είναι μόνο αυτά.
Εδώ και πολύ καιρό, η Αθήνα έχει θέσει θέμα είτε άρσης είτε αύξησης του ανώτατου ορίου διακράτησης των ελληνικών κρατικών ομολόγων προς την ΕΚΤ.
Όμως, το αίτημα διαφορετικών ελληνικών κυβερνήσεων και των εγχώριων τραπεζών κινδυνεύει να αποδειχθεί δώρον άδωρον, ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό από την ΕΚΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Κι αυτό λόγω της μεγάλης αποκλιμάκωσης των αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα.
Η μεγάλη πτώση περιορίζει τα έσοδα από τόκους και πιθανόν τις ενδεχόμενες μελλοντικές υπεραξίες και έσοδα από αγοραπωλησίες (trading income).
Επιπλέον, η μη αποδοχή του αιτήματος στερεί ρευστότητα από την αγορά των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Yπό αυτή την έννοια, η καθυστέρηση στην αποδοχή του ελληνικού αιτήματος από την ΕΚΤ, ακόμη και αν επρόκειτο να ικανοποιηθεί εν μέρει, στερεί από τις τράπεζες έσοδα.
Κι όλα αυτά σε μια περίοδο που οι τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια για την απορρόφηση των ζημιών από πωλήσεις προβληματικών δανείων, τιτλοποιήσεις, αναδιαρθρώσεις προβληματικών δανείων κ.τ.λ.
Εκτιμάται πως οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες κατέχουν σήμερα ελληνικά κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 13 δισ. ευρώ περίπου συνολικά.
Σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα 3,3 δισ. ευρώ που πρόσθεσε η Εθνική Τράπεζα στο χαρτοφυλάκιό της, στο πλαίσιο του ντιλ της με το ελληνικό δημόσιο για τον «Τίτλο».
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι η δραστική μείωση των αποδόσεων των ομολόγων έχει θετική επίδραση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Επιπλέον, ίσως είναι δύσκολο για τον επόπτη να αγνοήσει τις ιδιαιτερότητες κάθε τράπεζας και τη σχέση τους με το κράτος.
Κι αυτό γιατί κάποια πιστωτικά ιδρύματα έχουν ήδη μεγαλύτερη έκθεση σε ελληνικά κρατικά ομόλογα ως προς τα ίδια κεφάλαιά τους και τη λογιστική αξία τους σε σχέση με άλλα.
Επομένως, τίθεται θέμα ενδεχόμενης διαφορετικής μεταχείρισης κάθε μιας από τις τράπεζες, σε περίπτωση που η ΕΚΤ εγκρίνει την αύξηση του συνολικού ανώτατου ορίου διακράτησης ομολόγων για το τραπεζικό σύστημα.
Κοντολογίς, η πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων είναι καλό νέο.
Ομως η καθυστέρηση της έγκρισης του αιτήματος της Αθήνας από την ΕΚΤ στερεί έσοδα από τις τράπεζες, υπονομεύοντας το αίτημα.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.