Η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της το τρίτο πρόγραμμα στήριξης, αλλά ούτε τα capital controls έχουν πλήρως αρθεί ούτε η χώρα έχει αποκτήσει κανονική και απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές, για να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη φτάσει στο σημείο της πλήρους κανονικότητας.
Αυτό έχει ένα κόστος, που μια τουλάχιστον πλευρά του μπορεί να μετρηθεί.
Η σύγκριση με μια άλλη χώρα, όπως η Γερμανία, το καθιστά πιο ευκρινές.
Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, με Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) που εκτιμάται κοντά στα 3,6 δισ. ευρώ περίπου, το 2018.
Η χώρα έχει επίσης βάλει προ πολλού τα δημόσια οικονομικά της σε τάξη, με όλους τους φορείς της γενικής κυβέρνησης να έχουν προϋπολογισμό και να τον εκτελούν.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο κρατικός προϋπολογισμός καταγράφει πλεονάσματα από 0,6% έως 1% του ΑΕΠ από το 2013 ενώ ο λόγος δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, στο 64% περίπου από το 2012 μέχρι και το 2018.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν που η επενδυτική κοινότητα πληρώνει για να δανείζει τη Γερμανία για μεγάλα διαστήματα, π.χ. μέχρι την 9ετία, καθώς τα χρεόγραφα προσφέρουν αρνητικές αποδόσεις.
Η Γερμανία είναι μια κανονική χώρα.
Γι’ αυτό το μαξιλάρι ρευστότητας που διαθέτει για έκτακτες ανάγκες της γενικής κυβέρνησης κυμαίνεται μεταξύ 200 και 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο και προφανώς δεν πληρώνει τόκους με αρνητικά επιτόκια δανεισμού.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, με το ΑΕΠ στα 186 δισ. ευρώ, το μαξιλάρι ρευστότητας εκτιμάται ότι διαμορφώνεται μεταξύ 40 και 50 δισ. ευρώ συνολικά, ανάλογα με την περίσταση και τη χρονική περίοδο.
Σ’ αυτά συνυπολογίζεται το ποσό των 7 με 10 δισ. ευρώ που διαθέτουν οι περίπου 1.800 φορείς (!) του δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα, όπως εκτιμούν οι αρμόδιοι.
Με μέσο κόστος δανεισμού ίσο με 1,5% περίπου, το κράτος πληρώνει τόκους ύψους 600 με 750 εκατ. ευρώ ετησίως γι’ αυτό το μαξιλάρι.
Αν η Ελλάδα μπορούσε να δανείζεται απρόσκοπτα από τις αγορές, είχε θέσει τα δημοσιονομικά της υπό έλεγχο και οι φορείς της γενικής κυβέρνησης εκτελούσαν τους προϋπολογισμούς τους και είχαν καλή εικόνα των ταμειακών ροών τους, το μαξιλάρι ρευστότητας θα ήταν κατά πολύ μικρότερο.
Οι ειδήμονες εκτιμούν πως το μαξιλάρι ρευστότητας για την κεντρική διοίκηση και τους φορείς της γενικής κυβέρνησης θα ήταν 2 με 2,5 δισ. ευρώ περίπου υπό φυσιολογικές συνθήκες και μέχρι 5 δισ. ευρώ μάξιμουμ.
Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα εξοικονομούσε εκατοντάδες εκατ. ευρώ σε τόκους ετησίως από τη διαχείριση ρευστότητας, αν επανερχόταν σε κανονικότητα.
Προφανώς, το κόστος ανεβαίνει ακόμη περισσότερο, αν σκεφθεί κανείς τις θετικές επιπτώσεις που θα είχε στον ρυθμό ανάπτυξης, στην απασχόληση και στα εισοδήματα.
Δυστυχώς.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.