Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους.
Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και της οικονομίας γενικότερα από το τραπεζικό σύστημα είναι αρνητική εδώ και αρκετά χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, η χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά 1,1% και της συνολικής οικονομίας κατά 1,2% σε ετήσια βάση τον Δεκέμβριο του 2018.
Παρά τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών και τραπεζιτών, κατά καιρούς, πως θα πέσει πολύ χρήμα στην αγορά, αυτό δεν συμβαίνει.
Ποιος έχει ξεχάσει τις δηλώσεις περί φρέσκου χρήματος που θα έπεφτε στην αγορά από υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη, στον απόηχο της ανακεφαλαιοποίησης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων του 2015;
Τρία και πλέον χρόνια αργότερα, οι αποπληρωμές παλαιότερων δανείων συνεχίζουν να ξεπερνούν τα φρέσκα δάνεια.
Ο κυριότερος λόγος είναι η πολιτική απομόχλευσης που εφαρμόζουν οι τράπεζες, στην προσπάθεια που κάνουν να μειώσουν το στοκ των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), διατηρώντας τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειάς τους σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Όμως, συμβολή στην πιστωτική συρρίκνωση έχει επίσης η ασθενής ζήτηση από χρηματοοικονομικά υγιείς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Η ανάκαμψη της ζήτησης για νέες χρηματοδοτήσεις από τον ιδιωτικό τομέα, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει θετικός και πάνω-κάτω στο 2% φέτος και του χρόνου, είναι εφικτή και συνιστά μια λογική υπόθεση.
Όμως, εξίσου ορθολογιστικό είναι να περιμένει κάποιος πως οι τράπεζες θα παραμείνουν φειδωλές για νέες χρηματοδοτήσεις, από τη στιγμή που δίνουν μάχη να πιάσουν πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των ΜΕΑ.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, αυτό θα μεταφραστεί πιθανόν σε πιστωτική συρρίκνωση ή στασιμότητα τη διετία 2019-2020, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου.
Δυστυχώς, οι εγχώριες επιχειρήσεις, εκτός ελαχίστων, δεν έχουν απευθείας πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, ώστε να αντισταθμίσουν εν μέρει τις αρνητικές επιπτώσεις.
Επομένως, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να πορευτεί χωρίς να βασίζεται σε κάποιο χέρι βοηθείας στο θέμα των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες.
Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την αδυναμία αυτοχρηματοδότησης των εταιρειών μέσω ταμειακών αποθεματικών καθιστά πιο δύσκολη την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τη διετία 2019-2020.
Εξυπακούεται πως θεωρούμε ικανοποιητικό αλλά όχι υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,5%-2,5% ετησίως, μετά από μια τόσο παρατεταμένη και βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας.
Φυσικά, η ιστορία της ευρωζώνης δείχνει πως είναι εφικτό να συνυπάρξουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και πιστωτική στασιμότητα υπό δύο προϋποθέσεις.
Nα υπάρχουν μεγάλες εισροές κεφαλαίων για άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) όπως στην Ιρλανδία ή ο ιδιωτικός τομέας να έχει μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα.
Αν καμία από τις δυο προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται, ο ρόλος των τραπεζικών πιστώσεων στην πορεία της οικονομίας είναι πιο σημαντικός.
Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να βελτιώσει η Ελλάδα δραστικά τις επιδόσεις της στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αφού ο ρεαλισμός υπαγορεύει να κρατηθεί χαμηλά ο πήχης των προσδοκιών για ικανοποιητικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης τη διετία 2019-2020.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.