Ένα περίπου χρόνο μετά την έκδοση του 7ετούς ομολόγου που «πόνεσε» τους αγοραστές και για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2018 που βγήκε από το 3ο μνημόνιο, η Ελληνική Δημοκρατία έκανε το αυτονόητο.
Βγήκε να δανεισθεί στις διεθνείς αγορές, πουλώντας ένα ομόλογο που λήγει τον Απρίλιο του 2024 και προσφέρει μια αρκετά καλή απόδοση, που δεν μπορεί να βρει κανείς σε άλλη χώρα της ευρωζώνης.
Επιπλέον, η ληκτικότητα του ομολόγου καλύπτει μια περίοδο που οι ετήσιες τοκοχρεολυτικές δαπάνες της Ελλάδας είναι περιορισμένες. Αυτό σημαίνει πως στα μάτια των αγοραστών, οι πιθανότητες αθέτησης της υποχρέωσης αποπληρωμής από τη χώρα μας είναι λίγες.
Πάγια θέση της στήλης ήταν πως η χώρα μπορούσε και έπρεπε να βγαίνει σε τακτικά χρονικά διαστήματα για να δανείζεται, έστω μικρά ποσά, από τις αγορές.
Δεν θα το έκανε γιατί χρειάζεται τα λεφτά, αλλά για να στείλει μήνυμα πως επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα και να διευκολύνει επίσης την πρόσβαση ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στις αγορές.
Η απόφαση να μη βγει δημιούργησε σε πολλούς τη λανθασμένη εντύπωση πως δεν μπορούσε, γιατί δεν υπήρχαν αγοραστές για τους ελληνικούς τίτλους.
Η αλήθεια είναι πως αγοραστές για τα ελληνικά ομόλογα υπάρχουν αλλά είναι σχετικά λίγοι.
Κάπου 200-250 λογαριασμοί (accounts), για να χρησιμοποιήσουμε την αγοραία αργκό.
Η χθεσινή έκδοση του 5ετούς και κάτι ομολόγου απέδειξε πως αυτά τα funds μπορεί να ενδιαφερθούν για ελληνικούς τίτλους στη σωστή τιμή και για σχετικά περιορισμένα ποσά, όταν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές είναι ευνοϊκές.
Εχουμε την αίσθηση ότι η χθεσινή τιμολόγηση του ομολόγου έλαβε υπόψη αυτή την πραγματικότητα, αυξάνοντας τις πιθανότητες ενός ράλι στη δευτερογενή αγορά για να τους ικανοποιήσει, ώστε να είναι πιο «ζεστοί» στην επόμενη έκδοση.
Όμως, ο απώτερος στόχος της Ελλάδας θα πρέπει να είναι η διεύρυνση αυτής της βάσης των εν δυνάμει αγοραστών.
Μεγάλο εμπόδιο σε αυτή την προσπάθεια είναι η χαμηλή διαβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.
Θυμίζουμε ότι η Fitch αξιολογεί τη χώρα με ΒΒ- ενώ η S&P με Β+ και θετικές προοπτικές.
Η Moody’s βρίσκεται πολύ πιο πίσω με Β3 και πιθανόν εξηγείται από τη δυσάρεστη εμπειρία της το 2010.
Η καναδική DBRS είναι στο ίδιο μήκος κύματος με την S&P.
Οι ανωτέρω οίκοι αξιολόγησης δίνουν βάρος στα δημόσια οικονομικά, στο χρέος και στον ρυθμό ανάπτυξης.
Όμως, λαμβάνουν επίσης υπόψη επίσης την ετυμηγορία της αγοράς για κάθε χώρα, όπως εκφράζεται από τις εκδόσεις και την πορεία των ομολόγων της.
Υπάρχει η βάσιμη εκτίμηση πως οι οίκοι αξιολόγησης δεν θα μπορέσουν να αγνοήσουν μια νέα, πετυχημένη ελληνική ομολογιακή έκδοση ως προς τη ζήτηση τους επόμενους μήνες, παρότι ο εκλογικός κύκλος ενισχύει την αβεβαιότητα και δεν είναι σύμμαχος.
Ισως αυτή να είναι η πιο σημαντική συνεισφορά της έκδοσης του 5ετούς ομολόγου και είναι «αόρατη».
Ανοίγει τον δρόμο για μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας από τον S&P, τη Moody’s και την DBRS, που θα τη σταθεροποιούσε στην κατηγορία «ΒΒ», διευρύνοντας δυνητικά το γκρουπ των εν δυνάμει επενδυτών στα ελληνικά ομόλογα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.