Παραδοσιακά, η προεκλογική περίοδος στη χώρα μας είναι πολιτικά φορτισμένη.
Η συμφωνία των Πρεσπών καθιστά το πολιτικό κλίμα ακόμη πιο εκρηκτικό αφού ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού είναι αντίθετο σ’ αυτή, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Κι όλα αυτά σε μια χρονική συγκυρία που υπάρχουν κι άλλα ανοικτά μέτωπα, όπως οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές στο Δημόσιο την περίοδο των μνημονίων, που είναι εν δυνάμει ωρολογιακές βόμβες για τα δημόσια οικονομικά.
Το σκηνικό εξηγεί το μικρό ενδιαφέρον που καταγράφεται από το εξωτερικό για ελληνικές μετοχές και ομόλογα.
Η αγορά ακινήτων διαφοροποιείται κάπως προς το θετικό, με βάση το ενδιαφέρον που υπάρχει για αγορές από ξένους σε συγκεκριμένες περιοχές και διαμερίσματα, λόγω της «χρυσής βίζας» και των επενδύσεων α λα airbnb.
Όμως, το πρόβλημα παραμένει.
Σε μια χώρα που το κράτος και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν έχουν ευχερή πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, ο ρόλος του τραπεζικού τομέα είναι ακόμη πιο σημαντικός για την οικονομική ανάπτυξη.
Στη περίπτωση της Ελλάδας, οι τράπεζες βρίσκονται εδώ και καιρό σε φάση απομόχλευσης και αδυνατούν να παίξουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο τους, εξαιτίας του μεγάλου όγκου των προβληματικών δανείων που «κουβαλάνε» στα βιβλία τους.
Αυτό απεικονίζεται στα νούμερα για τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης που δημοσιοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ως γνωστόν, τα πιστωτικά ιδρύματα προβαίνουν σε κινήσεις για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, με ορίζοντα το τέλος του 2021.
Επιπλέον, τόσο η κυβέρνηση όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος εργάζονται σε σχέδια για την επιπρόσθετη ελάφρυνση των ισολογισμών τους.
Παρ’ όλα αυτά η αγορά δεν φαίνεται να πείθεται και συμπιέζει εδώ και καιρό τις τιμές των τραπεζικών μετοχών, με αποτέλεσμα οι κεφαλαιοποιήσεις να έχουν πέσει σε χαμηλά επίπεδα.
Η Τράπεζα Πειραιώς αποτιμάται στα 287 εκατ. ευρώ περίπου στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η Εθνική Τράπεζα στα 869 εκατ. ευρώ, η Eurobank στο 1,07 δισ. και η Alpha Bank στο 1,46 δισ. ευρώ.
Φυσιολογικά, οι χαμηλές αποτιμήσεις των τραπεζών θα έπρεπε να έχουν χτυπήσει καμπανάκι σε όλους τους ιθύνοντες και όχι να δίνεται η εντύπωση πως έχουν αφεθεί στον αυτόματο πιλότο, μέχρις ότου το συστημικό σχέδιο ή σχέδια μείωσης των προβληματικών δανείων αρχίσουν να υλοποιούνται.
Ισως γιατί οι ιθύνοντες θεωρούν ότι οι χαμηλές χρηματιστηριακές αξίες δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά των καταθετών και όσων έχουν δανεισθεί.
Είναι μια παράτολμη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν γίνεται σ’ ένα τόσο φορτισμένο πολιτικό σκηνικό, με άλλα θέματα, π.χ. οικονομικά, να είναι ανοικτά, και ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Κι αυτό γιατί η ιστορία διδάσκει πως αρκεί ένα απρόβλεπτο γεγονός για να πυροδοτήσει καταστάσεις που δεν θα είναι δύσκολα ελέγξιμες.
Το λιγότερο λοιπόν που οφείλουν να κάνουν οι εμπλεκόμενοι είναι να τηρούν τα συμφωνηθέντα με τους δανειστές της χώρας για να μην επιδεινωθεί περαιτέρω το κλίμα και να προωθήσουν τα συστημικά σχέδια για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Αν δεν το κάνουν, μπορεί να βρεθούν προ δυσάρεστων αναπάντεχων εκπλήξεων, με τις τραπεζικές μετοχές να κατρακυλάνε.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.