Ο Μπάρι Γκολντγουότερ, ο υποψήφιος των ρεπουμπλικάνων για την προεδρία των ΗΠΑ το 1964, υποστήριζε λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα με τον Ρόναλντ Ρίγκαν αλλά έχασε τις εκλογές με διαφορά από τον Λίντον Τζόνσον εκείνη τη χρονιά.
Αντίθετα, ο Ρίγκαν εξελέγη πρόεδρος 16 χρόνια αργότερα, το 1980, νικώντας τον τότε δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ.
Μερικοί θεωρούν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εντόπισε σωστά το κύριο ζήτημα της εποχής στις Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης ενός σημαντικού μέρους της μεσαίας τάξης.
Όπως ο Μπάρι Γκολντγουότερ έκανε 16 χρόνια νωρίτερα από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, για άλλους λόγους.
Όμως, αντίθετα από τον Γκολντγουότερ που έχασε πανηγυρικά, ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές του 2016, έστω και οριακά, από τη Χίλαρι Κλίντον.
Το πέτυχε, κινητοποιώντας μια βάση ανθρώπων που είτε έχασαν, είτε φοβούνται πως θα χάσουν από τη σημερινή τάξη πραγμάτων στις ΗΠΑ.
Οι πολιτικές που εφαρμόζει και η διαφορετική κουλτούρα που έχει λανσάρει ως πρόεδρος, σοκάροντας τους περισσότερους, αποβλέπει προφανώς στην ικανοποίηση της συγκεκριμένης λαϊκής βάσης.
Εμφανίζεται λοιπόν πιο συνεπής απέναντι στις προεκλογικές εξαγγελίες του από προκατόχους του, κάτι ασυνήθιστο στην πολιτική, υιοθετώντας πολιτικές όπως ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα, που είναι αντίθετες με την παράδοση των ρεπουμπλικάνων.
Όμως, ο μεγάλος στόχος του Τραμπ, όπως κάθε προέδρου, είναι να επανεκλεγεί και να αφήσει το στίγμα του ηγέτη μεταμορφωτή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Είναι κάτι που έκαναν άλλοι δύο πρόεδροι των ΗΠΑ τον προηγούμενο αιώνα.
Ο Φράνκλιν Ρούζβελτ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Ο πρώτος με το New Deal και τα ομοσπονδιακά προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας και ο δεύτερος βάζοντας τέρμα στον στασιμοπληθωρισμό και στην πλήρη επικράτηση των ΗΠΑ στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Όμως, τόσο ο Ρούζβελτ όσο κι ο Ρίγκαν κέρδισαν τις εκλογές καθαρά με διαφορά ενώ απολάμβαναν υψηλά ποσοστά δημοφιλίας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε την προεδρική εκλογή του 2016 οριακά, ενώ δεν τα πάει καλά στις δημοσκοπήσεις μέχρι στιγμής.
Αυτά περιορίζουν τις επιλογές του.
Κι αυτό γιατί αντίθετα απ’ ό,τι νομίζει ο πολύς κόσμος, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει περιορισμένες μονομερείς εξουσίες και θα πρέπει να συνεργαστεί με το Κογκρέσο.
Όμως, η συνεργασία των γερουσιαστών και βουλευτών δεν είναι δεδομένη.
Τα μέλη του Κογκρέσου θέλουν να επανεκλεγούν και σταθμίζουν τα συν και πλην της παροχής μιας ενδεχόμενης στήριξης προς τον πρόεδρο, με κριτήριο το όφελος των ιδίων.
Αν ο πρόεδρος είναι δημοφιλής, είναι πιο πιθανό να τον στηρίξουν για να περάσει κάποια θέματα της ατζέντας του, ποντάροντας στη δική του στήριξη κατά την εκστρατεία επανεκλογής τους.
Αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν προέρχονται από το δικό του κόμμα και ελέγχουν τόσο τη Γερουσία όσο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπως συνέβαινε μέχρι τις χθεσινές εκλογές.
Και ασφαλώς η συνεργασία θα γίνει πολύ πιο δύσκολη, αν είτε η Βουλή είτε η Βουλή και η Γερουσία περάσουν στα χέρια των δημοκρατικών στις χθεσινές εκλογές, όπως τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν.
Η στήριξη του Κογκρέσου θεωρείται «κλειδί» για έναν πρόεδρο που φιλοδοξεί να είναι μεταρρυθμιστής όπως ο Τραμπ και έχει σοβαρό χάντικαπ το χαμηλό ποσοστό δημοφιλίας έτσι και κερδίσει οριακά την προεδρική εκλογή.
Χωρίς αυτή τη στήριξη, ο Τραμπ είναι πιο αδύναμος απ’ όσο η μάζα πιστεύει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.