Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) της ΕΚΤ που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015 πέτυχε να μειώσει δραστικά τις αποδόσεις των ομολόγων στην ευρωζώνη και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για τους προϋπολογισμούς των χωρών που συμμετείχαν.
Όμως, η διάρθρωση του προγράμματος QE ήταν τέτοια, ώστε οι αγορές κρατικών ομολόγων από το ευρωσύστημα να είναι ανάλογες με το αποκαλούμενο «κεφαλαιακό κλειδί» κάθε χώρας.
Αυτή η διάρθρωση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αξία των νεοεκδιδόμενων ομολόγων ήταν ίδια ή μικρότερη σε σχέση με εκείνη όσων έληγαν, δηλαδή μηδενική καθαρή έκδοση, επί σειρά ετών οδήγησε σε μια νέα κατάσταση.
Την έλλειψη γερμανικών, κυρίως, χρεογράφων αλλά και άλλων χωρών υψηλής φερεγγυότητας.
Αξίζει να τονισθεί ότι η κρίση της ευρωζώνης οδήγησε σε υποβαθμίσεις και επομένως περιορισμό των ομολόγων που έχουν υψηλή διαβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης.
Αυτό συνέβαλε περισσότερο στον περιορισμό της δεξαμενής των ομολόγων χαμηλού ρίσκου ή υψηλού βαθμού φερεγγυότητας, αν προτιμάτε.
Την ίδια στιγμή, οι κανονισμοί της Βασιλείας ΙΙΙ για τις τράπεζες ευνοούν τις αγορές ομολόγων χαμηλού ρίσκου, όπως άλλωστε οι αναταραχές για γεωπολιτικούς ή άλλους λόγους, π.χ. εμπορικός πόλεμος.
Οι σημερινές εκτιμήσεις θέλουν την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να κατέχουν το 28%-30% περίπου των γερμανικών ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκδίδουν τα διάφορα κρατίδια, στα τέλη του 2018.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Fed διακρατούσε μόλις το 17% των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, όταν σταμάτησε τις αγορές στο πλαίσιο του QE τον Οκτώβριο του 2014.
Θα πρέπει επίσης να συνυπολογισθεί ότι οι γερμανικές τράπεζες έχουν μειώσει αρκετά το ποσοστό κρατικών ομολόγων της χώρας τους τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να εκτιμάται πως δεν έχουν κίνητρο να προβούν σε μεγαλύτερες ρευστοποιήσεις.
Ακόμη κι οι ξένοι επενδυτές που κατέχουν γερμανικά κρατικά ομόλογα, έχουν συντηρητικό προφίλ.
Το 35%-37% του γερμανικού δημόσιου χρέους βρίσκεται σε χέρια επίσημων ξένων θεσμικών επενδυτών, όπως ξένες κεντρικές τράπεζες, οργανισμοί.
Με άλλα λόγια, το 65% περίπου του γερμανικού χρέους είναι πολύ πιθανόν να αναχρηματοδοτείται τα επόμενα χρόνια, που η νέα καθαρή προσφορά εκτιμάται πως θα είναι μηδενική, λόγω ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Η συνισταμένη των ανωτέρω παραγόντων είναι η έλλειψη γερμανικών κρατικών χρεογράφων.
Η ανωτέρω πρόβλεψη υποστηρίζει τις τιμές τους και συντηρεί τις αποδόσεις τους σε χαμηλά επίπεδα.
Ακόμη λοιπόν κι όταν τελειώσουν οι αγορές ομολόγων από το ευρωσύστημα, οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων δεν αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά.
Αυτό είναι καλό τόσο για τη Γερμανία όσο και τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, αφού τα γερμανικά ομόλογα αποτελούν σημείο αναφοράς για όλες.
Ακόμη κι αν οι διαφορές επιτοκίων (spreads) ανοίξουν για κάποιες χώρες λόγω αυξημένου ρίσκου το 2019, το κόστος δανεισμού τους δεν αναμένεται να επιδεινωθεί κι άλλο, λόγω μιας μεγάλης ανοδικής κίνησης των γερμανικών επιτοκίων.
Η έλλειψη χαρτιών, όπως λέμε στην αγοραία αργκό, κάνει καλό εδώ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.