Στα τέλη του Ιουλίου του 2017, η χώρα βγήκε στις αγορές, εκδίδοντας ένα νέο 5ετές ομόλογο για πρώτη φορά από το καλοκαίρι του 2014 παρά τις αντιρρήσεις εγχώριων παραγόντων.
Η έξοδος ήταν να γίνει νωρίτερα αλλά συνέβη κάτι απρόοπτο.
Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P) πήρε πίσω την απόφασή του να αναβαθμίσει τη χώρα, αν και είχε γνωστοποιήσει νωρίτερα στις ελληνικές αρχές πως θα την αναβάθμιζε.
Η απόφαση για αναβολή βασιζόταν στο καταστατικό του οίκου, που δεν του επέτρεπε να προχωρήσει από τη στιγμή που ο ESM καθυστερούσε την καταβολή μιας υποδόσης στην Ελλάδα για τεχνικούς λόγους, π.χ. οι ξένοι σύμβουλοι του ΤΑΙΠΕΔ που σέρνονταν στα δικαστήρια.
O S&P αναβάθμισε τις προοπτικές αξιολόγησης σε θετικές από σταθερές στις 21 Ιουλίου και λίγες μέρες αργότερα εκδόθηκε το 5ετές ομόλογο.
Το ανωτέρω επεισόδιο δείχνει ότι υπάρχουν μερικές φορές λόγοι που οδηγούν τους οίκους αξιολόγησης σε αποφάσεις που φαίνονται δυσνόητοι και ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει.
Το αναφέραμε με αφορμή την απόφαση της Moody’s να αφήσει αμετάβλητη τη διαβάθμιση της χώρας που είναι Β3 με θετικές προοπτικές από τον περασμένο Φεβρουάριο.
Κι αυτό παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί για αναβάθμιση μετά την απόφαση του Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο για ελάφρυνση του χρέους.
Υποτίθεται ότι οι αναλυτές της Moody’s θα επισκεφθούν την Αθήνα τον Οκτώβριο και θα αποφασίσουν τι θα κάνουν τότε.
Ουσιαστικά, αυτός είναι ένας τρόπος για να αγοράσουν χρόνο, ώστε να δουν πώς θα κινηθεί ο προϋπολογισμός του 2019, να έχουν περισσότερα στοιχεία για την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού και να δουν τι θα γίνει με τις συντάξεις.
Όμως, όλοι αυτοί που ασχολούνται με την Ελλάδα γνωρίζουν ή έχουν ακούσει πως αποπέμφθηκε ο Γάλλος επικεφαλής της ανάλυσης της Moody’s το 2010 για την απόφαση να μην προχωρήσει σε υποβάθμιση της Ελλάδας στην κατηγορία των «σκουπιδιών» νωρίτερα όπως ο S&P.
Η Moody’s υποβάθμισε την Ελλάδα στη μη επενδυτική βαθμίδα σε Ba1 τον Ιούνιο του 2010 και από τότε έχει υιοθετήσει μια αρκετά επιθετική συντηρητική απέναντι στη χώρα.
Είναι κάτι που φθάνει ως τις μέρες μας καθώς η Moody’s δίνει στην Ελλάδα πολύ χαμηλότερο βαθμό σε σύγκριση με τον S&P και τη Fitch.
Φυσικά, η Moody’s θα αισθανόταν μεγαλύτερη πίεση να αναβαθμίσει τη χώρα, αν η συμπεριφορά των ελληνικών ομολόγων ήταν αρκετά καλύτερη, με δεδομένο ότι υπολείπεται αρκετά των δύο ανταγωνιστών της και του καναδικού οίκου αξιολόγησης DBRS.
Η S&P αξιολογεί την Ελλάδα με Β+ και θετικές προοπτικές ενώ η Fitch Ratings με ΒΒ- και σταθερές προοπτικές.
Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές αρχές δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα σε τέτοιες περιπτώσεις με τους τρεις μεγάλους οίκους και ιδιαίτερα τον S&P.
Όμως, μπορεί να έχει πιθανόν μεγαλύτερη επιτυχία με τον καναδικό οίκο DBRS, που κράτησε την Πορτογαλία στην επενδυτική κατηγορία σε δύσκολες στιγμές, διευκολύνοντας την είσοδο της τελευταίας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) της ΕΚΤ.
Η DBRS είναι ένας από τους 4 οίκους αξιολόγησης που αναγνωρίζει η ΕΚΤ.
Κι αυτό γιατί έχοντας δύο οίκους αντί για ένα (Fitch), όπως συμβαίνει σήμερα, να αξιολογεί το αξιόχρεο της χώρας με ΒΒ- ή καλύτερα, είναι ευκολότερο να πεισθούν περισσότεροι θεσμικοί επενδυτές να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα.
Μ’ αυτό τον τρόπο θα συμπιεσθούν οι αποδόσεις των ομολόγων, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για βιώσιμη πρόσβαση στις αγορές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.