Τον Φεβρουάριο του 2016, η τιμή του αργού είχε υποχωρήσει κοντά στα 26 δολάρια το βαρέλι.
Η πτώση ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της πολιτικής του ΟΠΕΚ να πλημμυρίσει την αγορά με πετρέλαιο ώστε να χρεοκοπήσουν πολλοί αμερικανοί παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου.
Η πολιτική απέτυχε, αναγκάζοντας τον ΟΠΕΚ σε αναδίπλωση.
Τον Νοέμβριο του 2016, ο ΟΠΕΚ και πετρελαιοπαραγωγές χώρες εκτός καρτέλ, όπως η Ρωσία, συμφώνησαν να μειώσουν την παραγωγή τους και να εξαλείψουν το υπερπλεόνασμα πετρελαίου από την παγκόσμια αγορά.
Η νέα πολιτική απέδωσε υπό την έννοια ότι η τιμή του μαύρου χρυσού ξεπέρασε φέτος τα 75 δολάρια το βαρέλι.
Ο ΟΠΕΚ συνεδρίασε εκ νέου τον περασμένο Ιούνιο και αποφάσισε να αυξήσει κάπως την παραγωγή του ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση του 2016 για μείωση παραγωγής κατά 1,2 εκ. βαρέλια ημερησίως.
Ο ΟΠΕΚ και οι συνεργαζόμενες χώρες είχαν μειώσει την συνολική προσφορά τους κατά πολύ περισσότερο λόγω της αδυναμίας κάποιων , π.χ. Βενεζουέλας, Λιβύης, να ακολουθήσουν.
Το αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσει η τιμή του πετρελαίου προς τα 65-69 δολάρια το βαρέλι.
Παρ’ όλα αυτά η πτώση ήταν πολύ μικρότερη, συγκρινόμενη με την υποχώρηση των τιμών των πολύτιμων μετάλλων, του χαλκού και των αγροτικών προϊόντων από την αρχή του 2018.
Η ισχυροποίηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και άλλων νομισμάτων κατέστησε ακόμη πιο ακριβό το πετρέλαιο για τους καταναλωτές σε μη πετρελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Ελλάδα.
Η εισήγηση της ΡΑΕ για την επιβολή αυτόματου μηχανισμού πλαφόν στις τιμές είναι ένας κλασσικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος που βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχει κερδοσκοπία.
Όμως, είναι συνήθως ο μηχανισμός είναι μη αποτελεσματικός όταν οι φόροι αντιπροσωπεύουν το 85% και πλέον της λιανικής τιμής του μαύρου χρυσού και η τάση της διεθνούς τιμής δεν είναι ευνοϊκή από την αρχή της χρονιάς σε συνδυασμό με το ισχυρότερο δολάριο.
Με τα εμπορικά αποθέματα των χωρών του ΟΟΣΑ κοντά στο μέσο όρο των τελευταίων 5 χρόνων-το μέτρο σύγκρισης που χρησιμοποιεί ο ΟΠΕΚ-, η πρώτη διαπίστωση είναι πως η υπερπροσφορά πετρελαίου στη διεθνή αγορά έχει εξαλειφθεί, στηρίζοντας τις τιμές.
Επομένως, σε γενικές γραμμές, το σημερινό εύρος τιμών αντικατοπτρίζει τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς πετρελαίου.
Όμως, ίσως δεν συμβαίνει το ίδιο με το γεωπολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου (premium) όπου υπάρχει αβεβαιότητα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν για την εφαρμογή κυρώσεων επι του Ιράν από την ΕΕ και όλο τον κόσμο, απειλώντας όσους δεν το κάνουν αλλά έχουν εμπορική σχέση μαζί τους.
Αυτό θα γίνει πιο αισθητό από τον Νοέμβριο που προβλέπεται η επέκταση των κυρώσεων στο ιρανικό πετρέλαιο. Ηδη, υπάρχουν σημάδια πως οι εξαγωγές του τρίτου μεγαλύτερου πετρελαιοπαραγωγού του ΟΠΕΚ πλήττονται.
Είναι κάτι που παρατηρείται επίσης σε άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Βενεζουέλα και η Λιβύη, για διαφορετικούς λόγους και ευνοεί την ισχυροποίηση των τιμών.
Κάτι που θα χαροποιούσε την Ρωσία, κυρίως, και άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία.
Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση από την Κίνα που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο δείχνει τάσεις αδυναμίας. Το τελευταίο αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ.
Αν αυτό συνεχισθεί, η επίπτωση στη διεθνή τιμή του πετρελαίου θα είναι πτωτική.
Με άλλα λόγια, οι μεν πρωτοβουλίες των ΗΠΑ για επιβολή κυρώσεων στο Ιράν ευνοούν την άνοδο των τιμών του πετρελαίου ενώ οι εμπορικές αψιμαχίες με την Κίνα έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Πρόκειται για δυο γεωπολιτικές συμπληγάδες που δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς πώς θα εξελιχθούν, π.χ. θα ενδώσει η ΕΕ στις πιέσεις των ΗΠΑ για τις κυρώσεις στο Ιράν, θα απορροφήσει η Κίνα τις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου που θα χαθούν λόγω κυρώσεων;
Θα μπορούσε κάλλιστα να φύγει η τιμή προς τα 90 δολάρια το βαρέλι ή να πέσει προς τα 50 ανάλογα με τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.