H επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα θα συνοδευτεί από τη βιώσιμη πρόσβαση στις αγορές με σχετικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού σε απόλυτο μέγεθος και σε σύγκριση με τα επιτόκια δανεισμού των άλλων χωρών της Ευρωζώνης (spread).
H χώρα μπορεί να έχει στη διάθεσή της ένα απόθεμα ρευστότητας άνω των 24 δισ. ευρώ μετά την εκταμίευση της δόσης των 15 δισ. που την καλύπτει μέχρι το τέλος του 2022, όμως εκπλήξεις δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Για την ακρίβεια, τα πάντα μπορεί να συμβούν, όπως έδειξε η ιστορία με τον ΦΠΑ στα 5 νησιά του Αιγαίου.
Θα πρέπει λοιπόν να αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, ακόμη κι αν πρακτικά δεν χρειάζεται τα λεφτά.
Όπως έχουμε ξαναπεί, η διεύρυνση του γκρουπ των δυνητικών αγοραστών των μελλοντικών εκδόσεων περνά από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας κατά μερικές βαθμίδες.
Όμως, αυτό θα χρειαστεί κάποιο χρόνο.
Σ’αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό αφενός η χώρα να δείχνει καλή διαγωγή, βελτιώνοντας τα μακροοικονομικά της και αφετέρου, να έρχεται σε επαφή μαζί τους και να τους ενημερώνει.
Γι’ αυτό τον λόγο τα οδοιπορικά στο εξωτερικό έχουν την αξία τους. Σ’ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνεται εκείνο που έγινε στις ΗΠΑ την προηγούμενη εβδομάδα με τη συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών και του αναπληρωτή του.
Δεν θα κρίνουμε πώς πήγε με βάση αυτά που διαρρέει η ελληνική πλευρά, γιατί ίσως είναι μονόπλευρα. Όμως, μια ματιά στην πορεία των αποδόσεων και των spreads από την μια πλευρά και στις απαντήσεις που έδωσαν οι συμμετέχοντες στη διοργανώτρια JP Morgan μετά τις συναντήσεις (after sale), δείχνει θετικό πρόσημο.
Μπορεί ίσως οι Ελληνες αξιωματούχοι να έδωσαν τις κλασικές απαντήσεις όταν ρωτήθηκαν για την Ελλάδα, όμως οι κ.κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης είναι υπουργοί χώρας της Ευρωζώνης.
Και επειδή όσοι ήταν εκεί είχαν τοποθετήσει πολύ περισσότερα λεφτά σε γερμανικά, ιταλικά ομόλογα κ.τ.λ. σε σχέση με τα ελληνικά, ήταν επόμενο να ενδιαφέρονται να ακούσουν τι είχαν να πουν για τις εξελίξεις στην Ιταλία και στο μεταναστευτικό, που θεωρούν μεγάλο πρόβλημα της ευρωζώνης.
Αν έχουμε σωστή πληροφόρηση, οι Ελληνες αξιωματούχοι μετέφεραν μια μάλλον θετική αποτίμηση για τη γείτονα, δηλαδή ότι δεν θα ξεφύγει στο έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2019, όταν η νέα κυβέρνηση έλθει η ώρα να υποβάλει το σχέδιό της το φθινόπωρο.
Κι αν για εκείνους ήταν αδιάφορος ο χρονικός ορίζοντας που επέλεξαν οι δύο υπουργοί για τις αναφορές και συγκρίσεις στο θέμα της Ελλάδας, εμείς θεωρούμε θετικό ότι χρησιμοποίησαν το 2008 και όχι το 2015, όπως πιθανόν θα έκαναν σε παρουσίαση στην Ελλάδα.
Όμως, το τεχνοκρατικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς που δείχνει εμπιστοσύνη στα νούμερα είναι εκείνο που επιζητεί τη σύγκριση του προφίλ του ελληνικού χρέους με εκείνα άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας, π.χ. ακόμη και της Ισπανίας.
Κι αυτό γιατί μπορεί το ελληνικό δημόσιο χρέος να είναι πολύ υψηλό ως προς το ΑΕΠ, στο 180% περίπου, όμως, οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες για δεκαετίες είναι πολύ μικρότερες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τελευταίες ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ της Ισπανίας σήμερα.
Φυσικά, αυτό οφείλεται στη μεγαλύτερη μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους, που θα φτάνει τα 22-23 χρόνια στο τέλος του 2018 έναντι 7 χρόνων κατά μέσο όρο των άλλων, στο συγκριτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους που είναι σε σταθερό επιτόκιο και μάλιστα «κλειδωμένο» σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, π.χ. 1,8%, σε σχέση με τις άλλες χώρες.
Όμως, όλα αυτά θα πρέπει να αποδειχθούν στην πράξη και αυτό σημαίνει έξοδο στις αγορές δυο ή τρεις φορές τον χρόνο κατ’ ελάχιστο, με αποπληρωμή του ακριβότερου μέρους του χρέους.
Και φυσικά επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία, ως γνωστόν, δεν διατάσσεται μεν αλλά διαμορφώνεται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και επικρατούσες συνθήκες στον διεθνή και εγχώριο περίγυρο.
Πάντως, το επιχείρημα της σύγκρισης του προφίλ του ελληνικού χρέους με εκείνο άλλων χωρών της ευρωζώνης είναι αρκετά ισχυρό και αν συνδυαστεί με συνεχή ενημέρωση των εν δυνάμει αγοραστών ελληνικών ομολόγων μπορεί να αποφέρει καρπούς.
Αρκεί φυσικά να μην υπάρχουν αρνητικές εκπλήξεις όπως με τον ΦΠΑ στα νησιά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.