Για μια χώρα που έχει πολύ υψηλό χρέος και παράγει μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα, τα μέτρα λιτότητας είναι αναπόφευκτα.
Η Ελλάδα ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία όταν έχασε την πρόσβαση στις αγορές το 2010 και προσέφυγε στην ΕΕ και στο ΔΝΤ για δανεισμό.
Όμως, υπάρχει διαφορά από λιτότητα σε λιτότητα.
Το μίγμα μεταξύ φόρων και κρατικών δαπανών μπορεί να είναι διαφορετικό ανά περίπτωση.
Η δημοσιονομική λιτότητα του 3ου προγράμματος βασίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αύξηση των φόρων. Αντίθετα, το 2ο πρόγραμμα προσαρμογής έγερνε περισσότερο προς τη μεριά της περικοπής των δαπανών αντί των φόρων.
Στο 1ο πρόγραμμα, οι φόροι είχαν την πρωτοκαθεδρία αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με το 3ο πρόγραμμα.
Επίσης, το μέγεθος της δόσης λιτότητας μπορεί διαφέρει, π.χ. ανάλογα με το πόσο φιλόδοξος είναι ο στόχος.
Η στήλη έχει υποστηρίξει επανειλημμένα στο παρελθόν ότι η δόση λιτότητας που δόθηκε στην ελληνική οικονομία για να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία ήταν υπερβολική.
Δεν στήριξε την άποψή της σε υποκειμενικά κριτήρια.
Απλά, εξέτασε το μέγεθος των πρωτογενών ελλειμμάτων/πλεονασμάτων που προέκυπταν μετά την αφαίρεση των επιπτώσεων από την οικονομική δραστηριότητα ως προς το ΑΕΠ.
Το διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα, όπως αρκετοί το αποκαλούν, ήταν συνήθως αρκετά μεγαλύτερο του στόχου, με βάση τους υπολογισμούς των δανειστών.
Ηταν ένδειξη ή απόδειξη, όπως προτιμάτε, πως τα δημοσιονομικά μέτρα ήταν σκληρότερα απ’ όσο χρειαζόταν.
Όμως, δεν ίδρωνε το αυτί κανενός και ιδίως των δανειστών, που ενδιαφέρονταν κυρίως για την έκθεσή τους, δηλαδή τα δάνεια που θα έπρεπε να δώσουν στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας αναγνωρίστηκε επίσης ότι οι αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δαπανών είχαν μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ απ’ όσο νόμιζαν οι δανειστές, όταν σχεδίαζαν την οικονομική πολιτική.
Κοινώς, ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ήταν μεγάλος. Τουλάχιστον βραχυχρόνια.
Αυτό δεν έσπρωχνε απλώς την οικονομία σε βαθύτερη ύφεση. Αύξανε επίσης τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ, δημιουργώντας μια παγίδα χρέους.
Μια τέτοια δημοσιονομική πολιτική, όταν εφαρμόζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνια ζημιά στην οικονομία, μέσω των επιπτώσεων της «υστέρησης» όπως αποκαλούνται.
Ενας μηχανισμός μέσω του οποίου δουλεύει η υστέρηση είναι η διάρκεια της ανεργίας.
Όταν το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό, λίγοι άνθρωποι θα είναι μακροχρόνια άνεργοι. Όταν το ποσοστό της ανεργίας είναι υψηλό, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αυξάνεται γρήγορα.
Επειδή οι μακροχρόνια άνεργοι είναι πιθανόν να αποθαρρυνθούν και να εγκαταλείψουν την προσπάθεια εξεύρεσης εργασίας ή να χάσουν κάποιες δεξιότητες που έχουν και να μην μπορούν να εργαστούν, η υστέρηση είναι σοβαρό ζήτημα, όταν η ανεργία είναι υψηλή.
Με δεδομένο ότι η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και η πολιτική της υπερβολικής λιτότητας συνέβαλε σε αυτό, η υστέρηση είναι ζήτημα, π.χ. στην ανεργία.
Μπορεί η ρύθμιση για το χρέος να το κατέστησε μεσοπρόθεσμα φερέγγυο, όμως η οικονομία θα πρέπει να μπει σε μονοπάτι βιώσιμης ανάπτυξης για να πειστούν περισσότερο οι αγορές και να δει τη διαφορά ο κόσμος.
Όμως, δεν θα είναι τόσο εύκολο, αν η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική έχει αφήσει μόνιμο αποτύπωμα στην οικονομία λόγω υστέρησης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.