Το καλοκαίρι του 2012, όταν το μέλλον της ευρωζώνης κρεμόταν από μια κλωστή, ο Ιταλός πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προέβη σε μια δήλωση που αποδείχθηκε καθοριστική.
Η ΕΚΤ θα έκανε οτιδήποτε χρειαζόταν (whatever it takes) για να διατηρήσει ζωντανό το ευρώ.
Η δήλωση έπεισε τις αγορές να συνεχίσουν να δανείζουν χώρες όπως η Ισπανία, που κινδύνευε να έχει τη μοίρα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, με μνημόνια κ.τ.λ., λόγω του προβληματικού τραπεζικού κλάδου της και, τέλος, την Ιταλία.
Σε πρώτη φάση, ο σούπερ Μάριο πρόσφερε μεσομακροχρόνια φθηνά δάνεια στις τράπεζες της ευρωπεριφέρειας, εκτός των άλλων, που εν μέρει χρησιμοποιήθηκαν για να αγοράσουν τα κρατικά τους ομόλογα.
Μ’ αυτό τον τρόπο, αφενός, βοήθησαν τη χρηματοδότηση των χωρών τους και αφετέρου, ενίσχυσαν την κερδοφορία τους.
Η συμφωνία της Λέγκα του Βορρά και των 5 Αστέρων να σχηματίσουν κυβέρνηση στην Ιταλία έχει αναζωπυρώσει τις ανησυχίες για τη φερεγγυότητα του ιταλικού χρέους, που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΟΝΕ ως προς το ΑΕΠ μετά το ελληνικό.
Για την ακρίβεια, ξεπερνά το 130% του ΑΕΠ.
Η νέα ιταλική κυβέρνηση ασπάζεται πολιτικές που οδηγούν σε αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος ενώ ταυτόχρονα δηλώνει πως θέλει να μειώσει το δημόσιο χρέος.
Θεωρείται βέβαιο ότι η εφαρμογή μιας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής από τη νέα κυβέρνηση θα προκαλέσει ένταση στις σχέσεις της Ιταλίας με την Κομισιόν και άλλες χώρες στην ΟΝΕ.
Επιπλέον, η Ιταλία ίσως μπει στο στόχαστρο των οίκων αξιολόγησης για πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης, με αρνητικές συνέπειες για τα ιταλικά περιουσιακά στοιχεία και τις τράπεζες που έχουν δεσμούς με το κράτος.
Οι ιταλικές τράπεζες διακρατούν κρατικά χρεόγραφα αξίας 350 δισ. ευρώ περίπου συν τα δάνεια προς κρατικούς φορείς.
Όμως, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.
Εκτός από τα κρατικά χρεόγραφα, η Ιταλία είναι επίσης ευάλωτη στα χρεόγραφα υψηλού ρίσκου που έχουν εκδώσει εταιρείες της.
Μάλιστα, έχει αρκετά σημαντική παρουσία για να προκαλέσει αναταράξεις στη συγκεκριμένη αγορά στην Ευρώπη.
Είναι λοιπόν σημαντικό να ελαχιστοποιηθούν οι κραδασμοί στις αγορές.
Σ’ αυτό, καθοριστικό ρόλο θα έχει η ΕΚΤ, που έχει προδιαθέσει την αγορά πως οι αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) θα σταματήσουν τον Σεπτέμβριο του 2018.
Όμως, τι θα κάνει η ΕΚΤ σε περίπτωση που υπάρχουν αναταράξεις; Θα αποφασίσει να διακόψει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) ή θα το συνεχίσει;
Αν η ΕΚΤ σταματήσει τις αγορές μέσω QE, αρκετοί ίσως φέρουν στη μνήμη τους την περίφημη φράση του Ντράγκι το καλοκαίρι του 2012 «Whatever it takes» και ίσως αναρωτηθούν τι άλλαξε.
Αν η ΕΚΤ συνεχίσει τις αγορές πέρα από τον Σεπτέμβριο του 2018, η πρώτη αντίδραση των αγορών ίσως είναι θετική.
Όμως, πολλοί ίσως σκεφθούν ότι άλλα υπονοούσε κι άλλα κάνει, πλήττοντας την αξιοπιστία της.
Βραχυπρόθεσμα, οι αγορές ομολόγων συνιστούν το πιο καλό νέο για την Ελλάδα.
Γι’ αυτό λέμε πως τα άσχημα νέα ίσως κάνουν καλό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.