Υπάρχουν τέσσερις τρόποι για να μειωθεί το υψηλό δημόσιο χρέος μιας χώρας.
Πρώτον, η πολύχρονη λιτότητα, που περιλαμβάνει φόρους και περικοπές δαπανών.
Δεύτερον, το «κανόνι», κοινώς χρεοκοπία.
Τρίτον, ο υψηλός πληθωρισμός που υποσκάπτει την αξία του νομίσματος και μειώνει την πραγματική αξία του χρέους.
Τέταρτον, η οικονομική καταστολή (financial repression).
Είναι η μέθοδος που επιλέχθηκε από τις Δυτικές χώρες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες.
Ο δανεισμός γίνεται με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, κοινώς, τα ονομαστικά επιτόκια είναι μικρότερα από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι δανειστές να χάνουν αγοραστική δύναμη.
Στην περίπτωση της υπερχρεωμένης Ελλάδας, χρησιμοποιήθηκε κυρίως η λιτότητα, εν μέρει η χρεοκοπία (η αναδιάρθρωση του χρέους ή PSI το 2012) και σε μικρότερο βαθμό, σποραδικά, η οικονομική καταστολή.
Αναμφισβήτητα, η χώρα δεν θα μπορούσε να αποφύγει μια γερή δόση δημοσιονομικής λιτότητας, όταν έφτασε οι δαπάνες χωρίς τους τόκους να ξεπερνούν τα έσοδα (πρωτογενές αποτέλεσμα) κατά 10% του ΑΕΠ το 2009 και το χρέος να φθάνει το 127% του ΑΕΠ.
Όμως, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι έλαβε περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα συνολικού ύψους 74-80 δισ. ευρώ περίπου την περίοδο 2010-2020.
Κι όλα αυτά, για να μετατραπεί το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης από 23 δισ. ευρώ περίπου ή 10,1% του ΑΕΠ το 2009, σε πρωτογενές πλεόνασμα 6-6,5 δισ. ευρώ το 2016 και το 2017 ή 3,7%-3,8%.
Συνολικά, χρειάσθηκαν κάπου 74-80 δισ. ευρώ σε επιπλέον φόρους και περικοπές δαπανών, για να γυρίσει το πρωτογενές αποτέλεσμα κατά 30 δισ. ευρώ περίπου (23+6,5 δισ.).
Σε σημαντικό βαθμό, η χαμηλή επίδοση οφείλεται στη μεγαλύτερη του προσδοκώμενου ύφεση της οικονομίας.
Η ύφεση επιδείνωσε επίσης την κατάσταση στο χρέος, αυξάνοντας σημαντικά τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να ξεπεράσει το 180% το 2016.
Πολλά από αυτά θα είχαν αποφευχθεί, αν η αναπόφευκτη δημοσιονομική προσαρμογή λάμβανε υπόψη για την κατάρτιση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Με άλλα λόγια, οι στόχοι να μην αφορούν το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης αλλά το πρωτογενές αποτέλεσμα, προσαρμοσμένο για τον οικονομικό κύκλο.
Δυστυχώς, δεν έγινε ποτέ.
Κι έτσι η Ελλάδα εμφανίζει ένα κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 5,8% του ΑΕΠ το 2016, 4,9% το 2017 και 3,8% του ΑΕΠ το 2018, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ.
Είναι η πιο πειστική απόδειξη ότι η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική είναι πολύ περισσότερο περιοριστική απ’ ό,τι θα έπρεπε, αποτελώντας τροχοπέδη στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης.
Δυστυχώς, αυτή είναι απλά μια διαπίστωση.
Όμως, το πρόβλημα παραμένει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.