Το κλείσιμο της τελευταίας αξιολόγησης του 3ου μνημονίου δεν θεωρείται δύσκολη υπόθεση από τους Ευρωπαίους δανειστές.
Όμως, οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι τα χρονικά περιθώρια είναι στενά, με βάση την εμπειρία.
Ιδίως αν μιλάμε για μια συμφωνία-πακέτο, που περιλαμβάνει τα προαπαιτούμενα της τρέχουσας αξιολόγησης, την ελάφρυνση του χρέους και τη μεταμνημονιακή εποπτεία.
Υπό αυτή τη σκοπιά, ο Ιούλιος μοιάζει πιο πιθανό να είναι ο μήνας των τελικών αποφάσεων σε σχέση με το Eurogroup του Ιουνίου.
Μέχρι τότε θα γίνουν πολλά και διάφορα.
Όμως, ένα πράγμα δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής της ελληνικής πλευράς.
Η πλήρης, αν είναι δυνατόν, απορρόφηση του συνόλου του δανείου των 86 δισ. ευρώ του τρίτου προγράμματος από τον ESM.
Κι αυτό γιατί πρόκειται για φθηνό δανεισμό με σταθερό επιτόκιο που λήγει σε κάπου 30 χρόνια.
Εκτιμάται ότι περίπου 27 δισ. ευρώ από τα 86 δισ. θα είναι αδιάθετα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Είναι επιτακτική ανάγκη να μη χαθούν.
Θυμίζουμε ότι σήμερα θα γίνει η εκταμίευση του ποσού των 5,7 δισ. ευρώ, που συνδέεται με την 3η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Το συνολικό ύψος των δόσεων του τωρινού προγράμματος θα φτάσει τα 45,9 δισ. ευρώ μετά την εκταμίευση και θα πλησιάσει τα 188 δισ. ευρώ μαζί με τα δάνεια από τα προηγούμενα μνημόνια.
Φυσικά, τι θα γίνει με τα 27 δισ. ευρώ που εκτιμάται πως θα μείνουν αδιάθετα εξαρτάται κυρίως από τις διαθέσεις των Ευρωπαίων δανειστών.
Κάποιες από τις πιθανές χρήσεις του αδιάθετου ποσού είναι γνωστές, όπως η εξαγορά των δανείων του ΔΝΤ ύψους 11 δισ. ευρώ περίπου και η ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας με 10-11 δισ. για να υποστηριχθεί η έξοδος στις αγορές μετά το τρίτο μνημόνιο.
Με αυτό στο μυαλό και γνωρίζοντας ότι η όποια τελική απόφαση για την/τις χρήσεις ανήκει στους δανειστές, η Αθήνα θα πρέπει να χαράξει τη στρατηγική της. Η τελευταία θα πρέπει να στηρίζεται σε δύο πυλώνες, κατά την ταπεινή μας άποψη.
Αφενός, θα πρέπει να είναι συνεργάσιμη τους επόμενους μήνες για να κερδίσει περισσότερο την εμπιστοσύνη τους και να εισακούεται και αφετέρου, να έχει έτοιμες εναλλακτικές προτάσεις για την αξιοποίηση των αδιάθετων 27 δισ. ευρώ.
Η ελληνική πρόταση ή προτάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν επίσης υπόψη τα συμφέροντα των δανειστών.
Θεωρούμε ότι η πρόταση για αποπληρωμή μέρους των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF), συνολικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, με τα όποια αδιάθετα του τωρινού προγράμματος θα τύγχανε της αποδοχής των δανειστών, αν είχαν απορριφθεί άλλες προτάσεις.
Κι αυτό γιατί αφενός θα μείωνε το εθνικό χρέος τους και αφετέρου την έκθεσή τους στην Ελλάδα. Αυτές οι χώρες δανείσθηκαν στις αγορές το 2010-2011, για να διοχετεύσουν εν συνεχεία τα ποσά στην Ελλάδα.
Από ελληνικής σκοπιάς, η συναλλαγή θα είχε ενδιαφέρον γιατί θα αντικαθιστούσε δάνεια που έχουν μέση ληκτικότητα τα 13 χρόνια περίπου και φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο με άλλα 30ετή δάνεια με σταθερό επιτόκιο από τον ESM.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι είναι η καλύτερη πρόταση από ελληνικής σκοπιάς.
Όμως, ίσως είναι το τελευταίο αποκούμπι για την αξιοποίηση των αδιάθετων κεφαλαίων του προγράμματος του ESM, αν οι άλλες προτάσεις δεν προχωρήσουν.
Το βασικό είναι να μη «χαθούν» τα αδιάθετα φθηνά κεφάλαια του ESM.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.