Στην τελευταία έκδοση του 7ετούς ομολόγου, το ποσοστό που κατευθύνθηκε σε hedge funds πλησίασε το 30% του συνολικού ποσού που αντλήθηκε, με βάση τα επίσημα στοιχεία.
Ηταν το χαμηλότερο ποσοστό από τον Ιούλιο του 2017, που η Ελλάδα έβαλε ξανά το πόδι της στα νερά των αγορών, με το 5ετές ομόλογο και εν συνεχεία με την ανταλλαγή (swap) των ομολόγων του PSI με τα νέα ομόλογα.
Η έντονη παρουσία των hedge funds στις ελληνικές εκδόσεις είναι αποτέλεσμα των συγκριτικά υψηλότερων αποδόσεων που προσφέρουν λόγω αυξημένου ρίσκου.
Και ασφαλώς έχει τα μειονεκτήματά της καθώς τα σπεκουλαδόρικα funds αποσκοπούν συνήθως στο βραχυχρόνιο κέρδος, με αποτέλεσμα να πατάνε τη σκανδάλη των ρευστοποιήσεων πιο εύκολα.
Στον αντίποδα, το πολύ χαμηλό έως ανύπαρκτο ποσοστό συμμετοχής των παραδοσιακών θεσμικών χαρτοφυλακίων στις ελληνικές εκδόσεις ομολόγων είναι αποτέλεσμα της χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας.
Δυστυχώς, παρά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, η Ελλάδα απέχει πολύ ακόμη από την επενδυτική βαθμίδα που ζητούν οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, δηλαδή συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες κ.λπ., για να αγοράσουν τα ομόλογά της.
Μετά την προχθεσινή αναβάθμιση της Moody’s, η χώρα πρέπει να αναβαθμισθεί πέντε βαθμίδες από τον ίδιο οίκο, για να αποτελεί επιλογή μη σπεκουλαδόρικων θεσμικών χαρτοφυλακίων.
Για να περάσει τον πήχη που βάζουν η S&P και η Fitch Ratings, το αξιόχρεο της Ελλάδας πρέπει να αναβαθμισθεί τέσσερις βαθμίδες.
Οι ειδήμονες ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο μέχρι την προσδοκώμενη έξοδο από το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο και ίσως παραπέρα.
Ακόμη κι αν ολοκληρωθεί επιτυχώς το τωρινό πρόγραμμα και δώσουν οι πιστωτές την ελάφρυνση του χρέους που επιθυμεί η Αθήνα χωρίς όρους, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, οι αναβαθμίσεις εκτιμάται πως δεν θα οδηγήσουν στην υπερπήδηση του πήχη.
Εξυπακούεται πως αυτό δημιουργεί εμπόδια στις μελλοντικές εκδόσεις καθώς αποκλείει δυνητικούς αγοραστές των ελληνικών τίτλων.
Ένα από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν είναι να βγει η Ελλάδα στις αγορές και η υπερκάλυψη της έκδοσης ενός ομολόγου να μην είναι ικανοποιητική.
Προφανώς, ο κίνδυνος είναι πιο μεγάλος όταν θα πρέπει να βγαίνει πιο συχνά στις αγορές, όπως θα κάνει η Ελλάδα στο μέλλον.
Αυτά είναι πράγματα που η Αθήνα θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη, γιατί, εκτός των άλλων, επηρεάζουν το είδος των ομολόγων που θα βγάλει.
Σε γενικές γραμμές, τα hedge funds προτιμούν τις υψηλές αποδόσεις και τη μεγάλη διάρκεια, όταν αγοράζουν ομόλογα.
Κοινώς, προτιμούν τα ομόλογα μεγαλύτερης ληκτικότητας, π.χ. 10ετή.
Όμως, η χώρα ίσως θεωρεί πιο χρήσιμο να εκδώσει ομόλογα μικρότερης ληκτικότητας λόγω χαμηλότερων αποδόσεων.
Παρ’ όλα αυτά ίσως αποθαρρυνθεί, αν ξέρει πως τα παραδοσιακά θεσμικά χαρτοφυλάκια δεν μπορούν να συμμετάσχουν λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και τα hedge funds δεν δείχνουν ισχυρό ενδιαφέρον, π.χ. λόγω μικρότερης διάρκειας.
Ουσιαστικά, οι επιλογές της Αθήνας αναφορικά με το μενού των μελλοντικών εκδόσεων ομολόγων περιορίζονται.
Γι’ αυτό τον λόγο, η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει μια πιο συστηματική προσπάθεια για την ταχύτερη αναβάθμισή της από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προσεγγίσει τον καναδικό οίκο αξιολόγησης που κράτησε την Πορτογαλία στον αφρό με αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας, για να φανεί πιο γενναιόδωρος απέναντι στην Ελλάδα.
Η προσέλκυση ικανού αριθμού παραδοσιακών θεσμικών επενδυτών είναι απαραίτητη για την επιτυχία των μελλοντικών εκδόσεων και την αυτοδύναμη έξοδο στις αγορές.
Καλά και άγια τα hedge funds και γενικά οι πιο ριψοκίνδυνοι επενδυτές αλλά δεν αρκούν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.