Η Τουρκία συμμετέχει στις εργασίες του G20, δηλαδή των 20 ισχυρότερων βιομηχανικών κρατών του πλανήτη.
Για την ακρίβεια, είναι η 17η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και αναπτύσσεται με σχετικά υψηλό ρυθμό.
Αν η οικονομία της μπατάρει, οι συνέπειες θα είναι δυσάρεστες τόσο για τις δικές της νεο-οθωμανικές βλέψεις του προέδρου κ. Ερντογάν όσο και για τους ξένους δανειστές της.
Το δημόσιο και ιδιωτικό εξωτερικό χρέος της γείτονος αυξάνεται επίσης με γρήγορους ρυθμούς, υπερβαίνοντας το 50% του ΑΕΠ από 39% περίπου πριν από πέντε χρόνια.
Κοινώς, είναι ευάλωτη σε μια μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας.
Αφενός, γιατί η διολίσθηση αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε ξένο νόμισμα και αφετέρου, γιατί δεν έχει την ίδια ευχέρεια να υποτιμά το νόμισμά της για να μειώσει τη σχετική αξία του χρέους της.
Η ισχυρή οικονομία είναι απαραίτητη για ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις και την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας πολεμικού υλικού, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση της Τουρκίας από ξένες πηγές.
Επιπλέον, ο πληθυσμός της γειτονικής χώρας αυξάνεται ταχέως, αγγίζοντας τα 80 εκατομμύρια το 2016.
Η ενδυνάμωση της τουρκικής οικονομίας και η αύξηση του πληθυσμού της θεωρούνται «κλειδιά» στα σχέδια του κ. Ερντογάν για προβολή της τουρκικής ισχύος προς τα έξω.
Η μετατροπή της Τουρκίας σε ενεργειακό hub με εξαγωγή φυσικού αερίου κ.τ.λ. εξυπηρετεί τα οικονομικά και γεωπολιτικά της συμφέροντα.
Δεν είναι τυχαίο ότι δεν δίστασε να εισάγει ακόμη και πετρέλαιο από το Ιρακινό Κουρδιστάν παρά τις προβληματικές σχέσεις της με τους Κούρδους γενικότερα και ειδικότερα εκείνους που ζουν στην Τουρκία.
Ο πρόεδρος Ερντογάν δεν έχει κρύψει τις νεο-ωθομανικές φιλοδοξίες του, που επεκτείνονται στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ακόμη και ταξίδια σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπως το Σουδάν, που ήταν κάποτε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει κάνει, σε μια προσπάθεια αναβίωσης των δεσμών μαζί τους, με καρότο την οικονομική βοήθεια.
Όμως, η θέση της Κύπρου είναι σημαντική στα σχέδια του κ. Ερντογάν για διεύρυνση της επιρροής της Τουρκίας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και επιπλέον τη μετατροπή της σε ενεργειακό παίκτη. Όπως ήταν την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία επιθυμεί να έχει παρουσία στη Μεγαλόνησο.
Η παρεμπόδιση των γεωτρήσεων από την ιταλική ΕΝΙ στην κυπριακή ΑΟΖ μπορεί να έχει δύο αποτελέσματα.
Είτε την αποχώρηση των Ιταλών είτε την ενίσχυση της ιταλικής παρουσίας στην περιοχή, με την αποστολή ισχυρών ναυτικών δυνάμεων.
Σε περίπτωση αποχώρησης της ΕΝΙ, η Τουρκία θα έχει επιβεβαιώσει την ισχύ της και θα μπορεί να τη χρησιμοποιήσει στο μέλλον για να αποκομίσει περισσότερα οφέλη, με υποχωρήσεις από την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ισως, μάλιστα, αυξήσει ακόμη περισσότερο την πίεση, με την πραγματοποίηση γεωτρήσεων εξ ονόματος της Βόρειας Κύπρου που αυτή αναγνωρίζει.
Στη μάλλον απίθανη περίπτωση που η Ιταλία υιοθετήσει επιθετική στάση, η Τουρκία θα πρέπει να αποφασίσει και το πιθανότερο είναι πως θα υποχωρήσει η ίδια.
Είτε στη μία περίπτωση, είτε στην άλλη, η διαπίστωση δεν αλλάζει.
Η Τουρκία έχει φιλοδοξίες που ανάγονται στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενεργεί ως περιφερειακή δύναμη, προβάλλοντας την ισχύ της.
Με την Ελλάδα σε πολυετή οικονομική κρίση, αυτό καθίσταται ευκολότερο.
Όμως, τέτοιες κινήσεις ενέχουν ρίσκα και οι βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν μακροπρόθεσμα τις ιστορικά ανταγωνιστικές σχέσεις της Τουρκίας με άλλες χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.