Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

H σκακιέρα των «κόκκινων» δανείων

Η αβεβαιότητα για τα στρες τεστ του 2018 έχει αναγκάσει τις τράπεζες να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους για τα «κόκκινα» δάνεια και πληγώσει τις μετοχές τους.  Όμως, η τελική λέξη θα έλθει από αλλού.    

H σκακιέρα των «κόκκινων» δανείων
O χαμηλός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της οικονομίας τη φετινή χρονιά και η ύφεση των προηγούμενων συνδέεται εν μέρει με την αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τον ιδιωτικό τομέα.

Ολοι γνωρίζουν πως πίσω από αυτή την αδυναμία κρύβεται το υψηλό στοκ των «κόκκινων δανείων» και εξηγεί το ενδιαφέρον για την πορεία τους.

Η έκθεση για τους επιχειρησιακούς στόχους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που ανακοίνωσε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος για τον Σεπτέμβριο εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό.

Από μια απλή ανάγνωση του κειμένου προκύπτει πως το τραπεζικό σύστημα επιτυγχάνει κουτσά-στραβά τους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν τεθεί μέχρι στιγμής.

Οι στόχοι του Σεπτεμβρίου για τα ΜΕΑ -δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και δάνεια αβέβαιης είσπραξης χωρίς τη ρευστοποίηση εξασφάλισης, ανεξαρτήτως ημερών καθυστέρησης- και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ήταν 99,9 δισ. και 70,2 δισ. ευρώ αντίστοιχα.

Οι στόχοι για ΜΕΑ και ΜΕΔ στο τέλος του 2019 έχουν διαμορφωθεί σε 64.6 δισ. και 38.6 δισ. ευρώ αντίστοιχα.

Όμως, όλοι γνωρίζουν πως το 2017 είχε σχεδιασθεί να είναι μια πιο «εύκολη» χρονιά σε σχέση με το 2018 και το 2019, υπό την έννοια ότι οι στόχοι μείωσης των ΜΕΑ και ΜΕΔ ήταν πιο βατοί.

Από την πορεία των μεγεθών προκύπτει ότι οι τράπεζες έχουν κάνει αναλογικά μεγαλύτερη χρήση των διαγραφών και των πωλήσεων δανείων για να πιάσουν τους στόχους του 2017, καθώς οι ρευστοποιήσεις (πλειστηριασμοί) και οι αναταξινομήσεις δανείων υστερούν.

Οι δύο τελευταίοι παράγοντες εξηγούν γιατί οι τράπεζες επιθυμούν να λειτουργήσουν οι πλειστηριασμοί ώστε, αφενός, να έχουν κάποια έσοδα και αφετέρου, να «πρασινίσουν» περισσότερα προβληματικά δάνεια.

Μ' αυτό τον τρόπο δεν διακινδυνεύουν άλλες ισορροπίες, π.χ. να μειώσουν σημαντικά το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» που διαθέτουν, από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι τα μισά και πλέον από τα κεφάλαιά τους είναι DTAs (αναβαλλόμενη φορολογία κ.λπ.)     

Είναι σαφές ότι οι τράπεζες προσπαθούν να κινηθούν στη λογική της επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων, γνωρίζοντας επιπλέον πως το 2018 θα πρέπει να απορροφήσουν μέρος από τους κραδασμούς που θα προκαλέσει η εφαρμογή των λογιστικών προτύπων IFRS9 και φυσικά τα στρες τεστ.

Τα τελευταία δημιουργούν περισσότερους περιορισμούς στις κινήσεις των τραπεζών το 1ο εξάμηνο του 2018, καθότι δεν θα θελήσουν να κάνουν επιθετικές κινήσεις που θα επηρεάσουν δυσμενώς τους δείκτες κεφαλαιακής  επάρκειας.

Είναι λοιπόν εύλογο οι τράπεζες να περιορίσουν τις πωλήσεις δανείων σε χαρτοφυλάκια με υψηλό ποσοστό προβλέψεων το 1ο εξάμηνο του 2018.

Το καλό είναι πως διαθέτουν σχετικά καλό απόθεμα τέτοιων δανείων, π.χ. καταναλωτικών με ποσοστό κάλυψης άνω του 90%, και επομένως έχουν πυρομαχικά να διαθέσουν.

Πάντως, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να κινηθούν πολύ επιθετικά με τις διαγραφές γενικώς και τις πωλήσεις δανείων το 1ο εξάμηνο, ειδικότερα με δεδομένους τους προαναφερθέντες περιορισμούς.

Ως γνωστόν, οι τράπεζες ποντάρουν στους πλειστηριασμούς αλλά δεν υπάρχει εγγυημένη επιτυχία.

Θεωρητικά, σε καθεμία από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες αντιστοιχούν κάπου 2,5 δισ. ευρώ ή 1 δισ. ευρώ τον χρόνο μέχρι το τέλος του 2019, από ρευστοποιήσεις συνολικού ύψους 10,6 δισ. ευρώ περίπου για το διάστημα Ιούνιος 2017-Δεκέμβριος 2019.

Δεν είναι μεγάλο το ποσό που πρέπει να πιάσει μια τράπεζα, αλλά δεν είναι και μικρό.

Επιπλέον, υπάρχει το ενδεχόμενο οι τιμές πώλησης οικιστικών ακινήτων στους πλειστηριασμούς να είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες που είναι στα βιβλία των τραπεζών, με αποτέλεσμα να υπάρξει αρνητική κεφαλαιακή επίπτωση.

Εξίσου σημαντικό είναι να μειωθούν δραστικά τα νέα προβληματικά δάνεια, ώστε ο ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) να είναι υψηλότερος.

Αυτό συνδέεται άρρηκτα με την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Λογικά, η ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης και η μείωση της ανεργίας  θα έχουν θετική επίπτωση.

Όμως, αυτό δεν συμβαίνει μέχρι στιγμής.

Επιπλέον δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι μισοί περίπου φορολογούμενοι χρωστάνε στην εφορία και άλλοι ή οι ίδιοι στα ασφαλιστικά ταμεία, στους δήμους  και στη ΔΕΗ.

Επομένως, ίσως είναι ακόμη πιο δύσκολο και πιο χρονοβόρο για να υπερισχύσει ο ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων επί του δείκτη  αθέτησης (default rate).

Κοντολογίς, αν η οικονομία δεν πάρει πάνω της, λύση δεν υπάρχει.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v