Στις 29 Δεκεμβρίου του 1999, ο τότε υφυπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση Σημίτη αποπλήρωσε το προπολεμικό δημόσιο χρέος, που ήταν σε δραχμές, λίρες Αγγλίας και δολάρια ΗΠΑ.
Ανάμεσα στα δάνεια ήταν ένα του 1889, με αρχική διάρκεια 30 χρόνια, και ένα ακόμη του 1928, με αρχική διάρκεια 40 χρόνων, που εξοφλήθηκαν πλήρως 110 και 91 χρόνια αργότερα.
Θυμίζουμε ότι ο διεθνής οικονομικός έλεγχος επιβλήθηκε το 1898, ενώ συστήθηκε στην Αθήνα η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή. Η τελευταία καταργήθηκε το 1979.
Τα αναφέρουμε όλα αυτά για να θυμίσουμε ότι η εξόφληση τέτοιων δανείων παίρνει συνήθως πολύ μεγαλύτερο χρόνο απ’ ό,τι υπολογιζόταν αρχικά.
Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με τα δάνεια που έχει λάβει η χώρα από τον ESM/EFSF και τα διμερή δάνεια από το 2010 μέχρι σήμερα.
Φυσικά, ευχόμαστε να εξοφληθούν στην ώρα τους. Όμως, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να μη συμβεί αυτό.
Οι υπολογισμοί θέλουν πάνω από το 70% του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, ύψους 315-320 δισ. ευρώ, να βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών.
Ο αρμόδιος επίτροπος κ. Μοσκοβισί και άλλοι κοινοτικοί αξιωματούχοι έχουν διαμηνύσει πως η χώρα θα βρίσκεται υπό εποπτεία μέχρις ότου αποπληρώσει το 75% του χρέους της.
Φυσικά, όλες οι μορφές εποπτείας δεν είναι ίδιες.
Η εποπτεία των μνημονίων είναι πιο αυστηρή σε σύγκριση με εκείνη εκτός μνημονίων, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Κύπρου.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε να δραπετεύσει από την εποχή των μνημονίων στα τέλη του 2014 με πρώτους μήνες του 2015.
Αντίθετα, βρέθηκε να υπογράφει και τρίτο μνημόνιο, που λήγει τον Αύγουστο του 2018.
Όμως, έχει ήδη ψηφίσει την εφαρμογή νέων δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας για τα επόμενα χρόνια και δεσμευθεί να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022, με αντάλλαγμα κάποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Στην ουσία, η χώρα έχει αναλάβει τη δέσμευση για ένα άτυπο δημοσιονομικό μνημόνιο για την περίοδο 2019-2022.
Όμως, η χώρα έχει επίσης αναλάβει δεσμεύσεις για την περίοδο και μετά το 2022, παρότι ο πήχης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα υποχωρεί προς το 2% του ΑΕΠ.
Κοινώς, η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό κάποιας μορφής εποπτεία επί πολλά πολλά χρόνια.
Η εποπτεία θα γίνεται σταδιακά πιο ελαστική όσο περνάνε τα χρόνια και οι δημοσιονομικοί στόχοι χαμηλώνουν υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται και το επίσημο χρέος μειώνεται.
Επομένως, η εποπτεία θα είναι μεν αυστηρή το διάστημα 2019-2022, αλλά πιθανόν λιγότερο σε σύγκριση με εκείνη του τρίτου μνημονίου.
Όμως, μας είναι δύσκολο να δούμε πώς θα συμφωνήσουν οι πιστωτές σε μια μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα τα επόμενα χρόνια, επειδή μια νέα ελληνική κυβέρνηση θα δεσμευθεί για γενναίες μεταρρυθμίσεις.
Κι αυτό γιατί οι στόχοι συνδέονται με τη χρηματοδότηση της χώρας και τη φερεγγυότητα του χρέους.
Αν χαμηλώσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα δημιουργηθεί αφενός χρηματοδοτικό κενό και αφετέρου, μπορεί να αμφισβητηθεί ακόμη περισσότερο η φερεγγυότητα του χρέους.
Αν μια νέα κυβέρνηση δεσμευόταν για μεταρρυθμίσεις, το πιθανότερο είναι πως οι πιστωτές θα την ενθάρρυναν, υποστηρίζοντας ότι η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης θα έφερνε μεγαλύτερα πλεονάσματα, δίνοντας το περιθώριο στην κυβέρνηση να εφαρμόσει την πολιτική της, π.χ. μείωση φόρων.
Η μοναδική περίπτωση που μπορούμε να φαντασθούμε ότι οι πιστωτές θα συμφωνούσαν σε μείωση των στόχων είναι η διαπιστωμένη αδυναμία της Ελλάδας να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους.
Το τελευταίο είναι πιο πιθανό να συμβεί, αν η ελληνική οικονομία δεν πάει καλά.
Εξυπακούεται ότι αυτό θα ήταν άσχημο για την κυβέρνηση που θα ήταν τότε στην εξουσία.
Κοντολογίς, η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται υπό εποπτεία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, η εποπτεία θα είναι πιο αυστηρή μέχρι το 2022, έστω κι αν είναι λιγότερο σε σχέση με εκείνη του 3ου μνημονίου.
Οσον αφορά στην προσφορά για πιο τολμηρές μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα το χαμήλωμα των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, εκτιμούμε πως δεν έχει πολλές πιθανότητες να γίνει δεκτή.
Εκτός κι αν η οικονομία πέσει σε ύφεση και γίνει φανερό στους πιστωτές ότι οι στόχοι δεν πιάνονται με τίποτα.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.