Πριν λίγες μέρες, με αφορμή την αναφορά μας σε κάποιους μακροοικονομικούς δείκτες που εκπέμπουν θετικά σήματα, λάβαμε ένα e-mail από γνωστό άτομο στο εξωτερικό, που επέκρινε την προσέγγισή μας.
«...υπάρχει ένα πολύ απλό τεστ τού αν η οικονομία πάει καλά», έγραψε.
«Τα capital controls. Αν πήγαινε καλά, θα είχαν καταργηθεί. Που δεν έχουν. Το να ψάχνει να βρει κανείς περιθωριακούς δείκτες και να παραβλέπει την ύπαρξη του ελέφαντα είναι σαν να περιγράφει την κατάσταση ενός ασθενούς που πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα και συνάχι ως "ενθαρρυντική", επειδή υποχωρεί το συνάχι!» κατέληξε στο e-mail.
Σεβόμαστε την άποψή του αλλά δεν ισχυρισθήκαμε πως η ελληνική οικονομία πάει καλά.
Απλά, παραθέσαμε κάποιους προπομπούς δείκτες, την πορεία της ανεργίας και κάποια στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου, που παραπέμπουν σε κάποιας μορφής σταθεροποίηση το δεύτερο εξάμηνο του 2016.
Ούτε ασφαλώς αγνοούμε όλα αυτά που βγαίνουν στη φόρα τελευταία, με αφορμή τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες και τα οποία είναι για γέλια και για κλάματα, προκαλώντας παράλληλα δυσοσμία.
Κατανοούμε ασφαλώς πως η μεν αντιπολίτευση προβάλλει τα άσχημα νέα, αγνοώντας τα καλά, η δε κυβέρνηση κάνει το ακριβώς αντίθετο, για προφανείς λόγους η καθεμία.
Όμως, δεν έχουμε πρόθεση να ευνοήσουμε κάποια πλευρά.
Επομένως, η σημερινή αναφορά μας στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα.
Κι αυτό γιατί δείχνει πως η οικονομία έχει ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της περιόδου 2000-2009 και έχει γίνει πιο ανταγωνιστική σε σύγκριση με το 2009 και το 2000 με βάση τα στοιχεία της Κομισιόν.
Φυσικά, υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να μετρήσει κάποιος την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας.
Όμως, ο πιο διαδεδομένος, που χρησιμοποίησε η Κομισιόν, εξετάζει τη μεταβολή της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ για την Ελλάδα, με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έναντι των κυριότερων εμπορικών εταίρων της.
Σημειώνεται πως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ενσωματώνει τόσο τη μεταβολή της αμοιβής όσο και της παραγωγικότητας εργασίας.
Τι δείχνουν τα στοιχεία της Επιτροπής;
Η ελληνική οικονομία ήταν πιο ανταγωνιστική το 2015 σε σύγκριση με τη χρονιά πριν η χώρα μπει στην ΟΝΕ, όπως κι η γερμανική κατά 3,6% και 2,3% αντίστοιχα, έναντι 37 ανταγωνιστριών χωρών.
Αντίθετα, η ιταλική οικονομία ήταν 20,4% λιγότερο ανταγωνιστική σε σύγκριση με το 2000 και η κυπριακή 18,5%, δημιουργώντας κάποια ερωτηματικά για την πορεία της οικονομίας τους τα επόμενα χρόνια.
Φυσικά, η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είχε τεράστιο κόστος αφού η ύφεση ήταν παρατεταμένη και σωρευτικά ξεπέρασε το 25% από το 2008 μέχρι τα τέλη του 2015.
Επίσης, είναι εύθραυστη γιατί μπορεί εύκολα να αντιστραφεί λόγω των διακυμάνσεων του ευρώ έναντι άλλων νομισμάτων και των εσωτερικών πολιτικών, όταν η χώρα βγεί στο μέλλον από το μνημόνιο.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί θετικής εξέλιξης, που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοηθεί.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.