"Σοκ και δέος" στις διεθνείς αγορές

Το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα καταρρέει, συμπαρασύροντας τον Dow σε πτώση 500 μονάδων σε μία συνεδρίαση και μετατρέποντας κραταιούς ομίλους σε "penny stocks". Ποια θα είναι η επόμενη μέρα στις αγορές;

  • της Σοφίας Ζαφείρη
Σοκ και δέος στις διεθνείς αγορές
Όταν δύο εκ των πάλαι ποτέ κορυφαίων χρηματοοικονομικών ομίλων της Wall Street θα μπορούσαν αυτή τη στιγμή να είναι διαπραγματεύσιμοι στην κατηγορία των «Ειδικών Χρηματιστηριακών Χαρακτηριστικών» του Χ.Α., ακόμη και ο πλέον δύσπιστος (ή αισιόδοξος) κατανοεί ότι οι τίτλοι του τέλους αρχίζουν να πέφτουν για τις αμερικανικές τράπεζες, όπως τουλάχιστον τις γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Για του λόγου το αληθές, δε, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, βάσει του κλεισίματος της Δευτέρας 15/9, η Freddie Mac είναι διαπραγματεύσιμη στα 39 σεντς (του δολαρίου, δηλαδή περίπου 27,5 σεντς του ευρώ), ενώ η Lehman Brothers στα 21 σεντς (δηλαδή περί τα 14,8 σεντς του ευρώ). Οριακά εκτός «ειδικής κατηγορίας» η Fannie Mae, με τιμή μετοχής στα 61 σεντς (περί τα 42,9 σεντς του ευρώ).

Παράλληλα, το πραγματικό κατρακύλισμα του Dow Jones, με τον δείκτη να καταγράφει στη χθεσινή συνεδρίαση τις υψηλότερες απώλειές του από τον Σεπτέμβριο του 2001, οι οποίες έφτασαν στο καθ’ όλα εντυπωσιακό επίπεδο των 504,48 μονάδων, ενισχύει την άποψη των πλέον απαισιόδοξων οι οποίοι τονίζουν ότι αυτό που συμβαίνει στη Wall Street πολύ σύντομα θα περάσει ατόφιο και στην επονομαζόμενη «Main Street» (δηλαδή στην πραγματική οικονομία), προκαλώντας τριγμούς στα ουσιαστικά θεμέλια της ισχυρότερης οικονομίας της υφηλίου.

Το παλιρροιακό κύμα της πιστωτικής κρίσης ισοπεδώνει στο πέρασμά του την τραπεζική αγορά των ΗΠΑ, καθιστώντας σαφές ότι ο μέχρι πρότινος -ιδιοφυής για κάποιους, απόλυτη καταστροφή για άλλους- διαχωρισμός μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών έπαψε οριστικά να έχει νόημα και κυρίως κέρδη.

Απτή απόδειξη η Bank of America. Πρώτα «μάζεψε» την Countrywide και τώρα προσθέτει στο χαρτοφυλάκιό της και τη Merrill Lynch (σε μία εξαγορά 50 δισ. δολαρίων αποκλειστικά σε μετοχές), μετατρεπόμενη στον μεγαλύτερο τραπεζικό όμιλο των ΗΠΑ και φροντίζοντας να διατηρεί υπό την ίδια σκέπη όλη την γκάμα των -μέχρι σήμερα γνωστών τουλάχιστον- τραπεζικών εταιριών.

Το τσουνάμι, όμως, δεν σταματά εδώ. Μετά τις επενδυτικές τράπεζες, καταφθάνουν οι φόβοι κατάρρευσης και του ασφαλιστικού κλάδου. Φόβοι που ενέτεινε η AIG, η οποία δήλωσε ευθαρσώς ότι εάν δεν κατορθώσει να εξασφαλίσει 40 δισ. δολάρια, τότε θα βρεθεί αντιμέτωπη με υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας και κατόπιν αυτού θα έχει «διάρκεια ζωής από 48 έως 72 ώρες».

Η χείρα βοηθείας κατέφθασε με κάπως έμμεσο τρόπο, καθώς στην AIG δόθηκε η δυνατότητα από τις ομοσπονδιακές αρχές να μεταφέρει κεφάλαια 20 δισ. δολαρίων από τις θυγατρικές μονάδες της στη μητρική, προκειμένου να καλύψει τις όποιες υποχρεώσεις της.

Το μεγάλο ερωτηματικό, όμως, που μοιάζει να βασανίζει τις διεθνείς αγορές και όχι μόνο τη Wall Street δεν είναι άλλο από το «μετά τη Lehman Brothers τι θα ακολουθήσει»; Υπάρχει το «μυστήριο» που ονομάζεται Washington Mutual, ενώ οι φήμες οργιάζουν στη Wall ότι ακόμη και η μέχρι σήμερα αλώβητη Goldman Sachs (η οποία ανακοινώνει σήμερα 16/9 αποτελέσματα γ΄ τριμήνου) κρύβει αρκετά προβλήματα. Όσο για τη Citigroup, η οποία εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα, το μέλλον ποτέ πριν δεν έμοιαζε τόσο δυσοίωνο και κυρίως εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφτεί.

Το ερωτηματικό καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο στην απάντηση, λαμβανομένης υπόψη και της στάσης του αμερικανικού δημοσίου έναντι της Lehman Brothers. Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Henry Paulson, μπορεί να είχε ολονύχτιες διαπραγματεύσεις το σαββατοκύριακο για το ενδεχόμενο εξαγοράς της Lehman από την Barclays ή την Bank of America, αλλά αυτή τη φορά δεν «βύθισε το χέρι στην τσέπη του μέσου φορολογούμενου».

Άλλωστε, ο ίδιος αποχωρεί από τον θώκο του τον Ιανουάριο του 2009 -ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε μόλις επτά εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ- και μάλλον δεν είναι και τόσο εύκολο να φορτώσει μία ακόμη υπερχρεωμένη τράπεζα στον ήδη ταλαιπωρημένο αμερικανικό προϋπολογισμό.

Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει ο αρθρογράφος κ. David Weidner στο MarketWatch, οι μέχρι σήμερα «λάτρεις του κινδύνου», μεγαλοεπενδυτές της Wall, προτιμούν να… κάτσουν σπίτι. Βάσει των τελευταίων στοιχείων που υπάρχουν, η BlackStone Group διαθέτει υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 120 δισ. δολαρίων. Όμως για τη Lehman δεν θέλησε να «ρίξει» ούτε ένα δολάριο.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον «σοφό της Ομάχα» κ. Warren Buffett. Προτιμά να επενδύει στις τσίχλες της Wringley και όχι στον κορυφαίο, έως πρότινος, επενδυτικό όμιλο των ΗΠΑ, με παρουσία 158 ετών στον χώρο.

-- Η πραγματική οικονομία

Ενώ οι αγορές προσπαθούν να εξέλθουν από το βάραθρο, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες, η πραγματική οικονομία μοιάζει να περνά σε δεύτερη μοίρα.

«Μέγα λάθος» κατά τον -παραδοσιακά απαισιόδοξο και συνήθως «μάντη κακών ειδήσεων»- κ. Nouriel Roubini, επικεφαλής της εταιρίας συμβούλων RGE Monitor, καθώς αυτό που αρχικά έμοιαζε ως κρίση μόνο στην αγορά στέγης έχει καταστεί, πλέον, κρίση σε όλο το μήκος και πλάτος της οικονομίας.

Ο μέσος Αμερικανός καταναλωτής μειώνει τις δαπάνες του, οι τράπεζες επιστρέφουν στην παλιά δοκιμασμένη τακτική της «εξέτασης της φερεγγυότητας» των υποψήφιων να λάβουν δάνεια και η αμερικανική οικονομία βαδίζει με ταχείς ρυθμούς προς την ύφεση. Μπορεί το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να κατόρθωσε να σώσει την Bear Stearns, να εθνικοποιήσει τις Fannie Mae και Freddie Mac, αλλά έχει τη δύναμη να αντιστρέψει και το κλίμα στους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και στον πληθωρισμό;

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v