Οι περικοπές των κρατικών δαπανών στην ΕΕ πρόκειται να πλήξουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη σε μια εποχή που η Ένωση ήδη αγωνίζεται να συμβαδίσει με τις ΗΠΑ, αναφέρουν σε άρθρο τους οι Financial Times, επικλούμενοι απόψεις γνωστών οικονομολόγων.
Μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπέρβασης κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 και της ενεργειακής κρίσης που πυροδότησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Βρυξέλλες επανέφεραν τους κανόνες που απαιτούν από τα κράτη μέλη να περιορίζουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο 3% του ΑΕΠ κατ' ανώτατο όριο. Ο τελικός στόχος είναι να μειωθεί το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, ο περιορισμός έρχεται σε μια στιγμή που η οικονομική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές για το επιχειρηματικό της μοντέλο που καθοδηγείται από τις εξαγωγές και απαιτούνται απεγνωσμένα περισσότερες επενδύσεις σε ολόκληρο το μπλοκ.
Η οριστική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ -και η απειλή του για δασμούς 10-20% στα προϊόντα made in Europe- έχει επιτείνει τις ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
«Δεν νομίζω ότι θα υπάρξουν οι αναγκαίες επενδύσεις και αυτό είναι κακό», δήλωσε ο Jeromin Zettelmeyer, διευθυντής του think-tank Bruegel. «Δεν μπορούμε να έχουμε ταυτόχρονα αποτελεσματική εφαρμογή του δημοσιονομικού πλαισίου (της ΕΕ), σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και καμία νέα χρηματοδότηση σε επίπεδο ΕΕ».
Ο Filippo Taddei, ανώτερος Ευρωπαίος οικονομολόγος της Goldman Sachs, δήλωσε ότι η δημοσιονομική σύσφιξη δεν πρόκειται να βοηθήσει στη διόρθωση «του πολύ σημαντικού επενδυτικού χάσματος μεταξύ των ΗΠΑ και της ευρωπαϊκής οικονομίας». Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα εκτιμά ότι θα μειώσει περίπου 0,35 ποσοστιαίες μονάδες την ανάπτυξη της Ευρωζώνης ετησίως το 2025, το 2026 και το 2027.
Το ΔΝΤ, το οποίο υποβάθμισε πρόσφατα τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης στο 1,2% το επόμενο έτος, αναμένει επίσης ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες θα επιβαρύνουν την οικονομία, μειώνοντας ελαφρά το ετήσιο ΑΕΠ σε ολόκληρη την περιοχή, με μεγαλύτερη επίδραση στις χώρες με υψηλότερα επίπεδα χρέους.
Η οικονομία των ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 2,2% την ίδια περίοδο. Οι υπεύθυνοι χάραξης της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής αναμένεται επίσης να χαράξουν μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, προέβλεπε ελλείμματα 6,5% το 2025 και 6% το 2026, πριν από τη νίκη του Τραμπ.
Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η υπόσχεση του εκλεγμένου προέδρου να καταστήσει μόνιμες τις φορολογικές του περικοπές το 2017 θα ανεβάσει το έλλειμμα κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες και θα αυξήσει προσωρινά τη ζήτηση.
Η ΕΕ εκτιμάται ότι χρειάζεται 800 δισ. ευρώ δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις ετησίως για να αντιμετωπίσει τις απειλές για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανταγωνιστικότητά της, σύμφωνα με έκθεση του πρώην προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία το επόμενο έτος έχει ήδη οδηγήσει σε επανεξέταση των δαπανών για την ασφάλεια, με τις Βρυξέλλες να ανακατευθύνουν δυνητικά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τον κοινό προϋπολογισμό τους
Ενώ τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης έχουν ήδη περικόψει τις δαπάνες τους περισσότερο από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της περιοχής αυξήθηκε από 83,6% το 2019 σε 88,7% στις αρχές του 2024. Τα ελλείμματα σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες — συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας — έχουν επίσης αυξηθεί.
Μέχρι στιγμής, 21 κράτη μέλη έχουν υποβάλει σχέδια για το πώς σκοπεύουν να περιορίσουν τις δαπάνες τα επόμενα τέσσερα έως επτά χρόνια. Μεταξύ αυτών και πρόταση του νέου Γάλλου πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ που προβλέπει να συρρικνώσει το έλλειμμα στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ εντός του ανώτατου ορίου του 3% έως το 2029.
Η Ισπανία και η Ιταλία σχεδιάζουν και οι δύο να φτάσουν το όριο νωρίτερα, το 2024 και το 2026 αντίστοιχα. Ενώ ο στόχος της Ισπανίας φαίνεται εφικτός, χάρη σε έναν από τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη, οι οικονομολόγοι θεωρούν τα σχέδια της Ιταλίας ως φιλόδοξα. Τόσο η Γαλλία όσο και η Ισπανία συνέβαλαν στην ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης το 2024 σε μια εποχή που η γερμανική οικονομία έχει παραμείνει στάσιμη.
Το πολιτικό χάος στο Βερολίνο σημαίνει ότι δεν έχει ακόμη παρουσιάσει τα σχέδια δαπανών της στις Βρυξέλλες. Η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ έχει περισσότερο δημοσιονομικό χώρο από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, με το έλλειμμά της να φτάνει μόλις το 1,6% του ΑΕΠ φέτος.