Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν τον εαυτό τους ως υποδειγματική δημοκρατία: Μια χώρα στην οποία θα μπορούσαν να κοιτάξουν άλλα έθνη, όταν χτίζουν τις δικές τους δημοκρατίες μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους ή την απόρριψη αυταρχικών καθεστώτων. Πολιτικοί, από τον Τζον Φ. Κένεντι μέχρι τον Μπαράκ Ομπάμα, αναφέρθηκαν στη χώρα τους ως τον «φωτεινό φάρο» που τραβούσε τα βλέμματα όλων. Το 1961, ο εκλεγμένος πρόεδρος Κένεντι είπε ότι ο κόσμος εξακολουθεί να κοιτάζει τις ΗΠΑ και τη δημοκρατία τους και ότι «οι κυβερνήσεις μας, σε επίπεδο, εθνικό, πολιτειακό και τοπικό, πρέπει να είναι σαν μια πόλη πάνω σ' έναν λόφο».
Στις 6 Ιανουαρίου 2021, τα βλέμματα του κόσμου ήταν στραμμένα στις ΗΠΑ. Εκείνη την ημέρα, όχλος ακροδεξιών εξτρεμιστών, με ενθάρρυνση από τον τότε ακόμη πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, εισέβαλε στο Καπιτώλιο σε μια προσπάθεια να διακόψει τη δημοκρατική μεταβίβαση της εξουσίας μετά τις εκλογές του 2020. Και σε μια δημοσκόπηση του 2023 από το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, μόνο το 10% των συμμετεχόντων είπε ότι η δημοκρατία στις ΗΠΑ λειτουργεί εξαιρετικά ή πολύ καλά.
Ποια είναι λοιπόν η κατάσταση της δημοκρατίας των ΗΠΑ σήμερα, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024;
Το Κογκρέσο δεν εμπνέει πίστη στη δημοκρατία
«Πιστεύω ότι είναι ακριβές να πούμε ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν πολλή εμπιστοσύνη αυτή τη στιγμή στους κυβερνητικούς θεσμούς», δήλωσε στη DW ο Mάικλ Μπέρκμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου McCourtney for Democracy και καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Pennsylvania State University. «Εξετάζουν ένα Κογκρέσο που δεν λειτουργεί καθόλου καλά και εξετάζουν ορισμένα μάλλον δυσεπίλυτα προβλήματα που η κυβέρνηση δεν έχει αντιμετωπίσει πραγματικά, όπως η βία με όπλα και η κλιματική αλλαγή». Με την αδυναμία τους να επιλέξουν πρόεδρο, η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων παρέλυσε το Κογκρέσο για εβδομάδες τον Οκτώβριο του 2023. Αλλά ακόμα και χωρίς διακοπές σαν αυτή, η έγκριση οποιουδήποτε νόμου και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου, τη Βουλή και τη Γερουσία, είναι αργή λόγω της βαθιά ριζωμένης αντιπαλότητας μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών.
«Είναι εξαιρετικά δύσκολο, μερικές φορές αδύνατο, να περάσει κανείς νομοθεσία ακόμη κι όταν η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού υποστηρίζει ένα μέτρο», είπε στην DW η Βανέσα Γουίλιαμσον, ανώτερη συνεργάτιδα σε μελέτες διακυβέρνησης στην αμερικανική δεξαμενή σξκέψης «Τhe Brookings Institution». «Υπάρχει πολύ σοβαρή δυσλειτουργία στην Ουάσιγκτον».
Οι ΗΠΑ σχεδόν δεν είδαν ειρηνική μετάβαση της εξουσίας. Η σκληρή πόλωση, το χάσμα μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών οπαδών, σημαίνει ότι τουλάχιστον η μισή χώρα είναι πιθανό να είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένη με πολλές αποφάσεις που παίρνει η εκλεγμένη κυβέρνηση. Μετά τις εκλογές του 2020, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι (με επικεφαλής τον Τραμπ) ήταν τόσο δυσαρεστημένοι με τα εκλογικά αποτελέσματα, ώστε προσπάθησαν να τα αγνοήσουν. Τόσο επίμονα ισχυρίζονταν ψευδώς ότι τους «έκλεψαν» τις εκλογές, που τελικά ένας όχλος όσων το πίστευαν αυτό εισέβαλε στο Καπιτώλιο. Η ειρηνική μετάβαση της εξουσίας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, κι αυτό σχεδόν δεν συνέβη στις ΗΠΑ. «Νομίζω ότι αυτό που συνέβη στις 6 Ιανουαρίου και η άρνηση της μιας πλευράς να αποδεχθεί τα αποτελέσματα των εκλογών είναι πολύ επιζήμιο για μια δημοκρατία, αφού η αποδοχή του αποτελέσματος των εκλογών είναι κεντρικό ζητούμενο στη δημοκρατική πολιτική», είπε ο Μπέρκμαν.
Δεν βγάζουν νικητή οι ψήφοι των πολιτών
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Αλλά υπάρχουν περισσότερα που μπορεί να μην περιμένει κανείς από μια χώρα όπως οι ΗΠΑ. «Εκτός από τις πρόσφατες μορφές δημοκρατικής διάβρωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πολλές αντιδημοκρατικές πρακτικές πολύ μακράς διάρκειας», δήλωσε η Γουίλιαμσον. Πρώτη μεταξύ αυτών: Ο νικητής των προεδρικών εκλογών δεν είναι απαραίτητα αυτός με τις περισσότερες ψήφους. Πιο πρόσφατα, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2016, παρόλο που η αντίπαλός του Χίλαρι Κλίντον συγκέντρωσε περίπου 2,9 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους απ' αυτόν. Ο λόγος πίσω από το αίνιγμα είναι το κολέγιο των εκλεκτόρων. Στις ΗΠΑ καθεμία από τις 50 πολιτείες έχει ορισμένο αριθμό εκλεκτόρων, ανάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού της. Ο υποψήφιος που κερδίζει τις περισσότερες ψήφους του λαού σε μια πολιτεία λαμβάνει και τις ψήφους των εκλεκτόρων της πολιτείας.
Ακούγεται περίπλοκο; Ενα παράδειγμα: Η Καλιφόρνια, ως η πολυπληθέστερη πολιτεία, έχει τους περισσότερους εκλέκτορες στο κολέγιο, δηλαδή 54. Ο υποψήφιος που μπορεί να πείσει τους περισσότερους Καλιφορνέζους να τον ψηφίσουν θα λάβει και τις 54 απ' αυτές τις ψήφους των εκλεκτόρων, ακόμα κι αν κέρδισε μόνο με μικρή διαφορά. Οι μικρότερες πολιτείες, όπως το Βερμόντ ή η Νότια Ντακότα, έχουν μόνο τρεις εκπροσώπους στο κολέγιο των εκλεκτόρων, αλλά το σύστημα είναι το ίδιο.
Για να κερδίσει την προεδρία, ένας υποψήφιος πρέπει να κερδίσει σε αρκετές πολιτείες, ώστε να φτάσει τους 270 ή και περισσότερους εκλέκτορες. Κάποιος που κερδίζει πολιτείες με μικρή διαφορά μπορεί έτσι να γίνει πρόεδρος, παρόλο που περισσότεροι Αμερικανοί συνολικά ψήφισαν για τον άλλο υποψήφιο.
«Βαθιά αντιδημοκρατικός θεσμός» η Γερουσία
Ένα άλλο μέρος του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ που δεν αντικατοπτρίζει μια τέλεια δημοκρατία είναι η Γερουσία. Κάθε πολιτεία των ΗΠΑ έχει δύο γερουσιαστές στην αίθουσα, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πληθυσμού της. Αυτό σημαίνει ότι σε ορισμένες πολιτείες ένας γερουσιαστής αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, ενώ σε άλλες μερικά εκατομμύρια άνθρωποι «μοιράζονται» έναν γερουσιαστή. Όταν η Γερουσία έχει να λάβει μια απόφαση, η ψήφος κάθε γερουσιαστή έχει ακριβώς την ίδια βαρύτητα, παρόλο που αντιπροσωπεύει πολύ διαφορετικό αριθμό ανθρώπων. Ο Μπέρκμαν αποκαλεί τη Γερουσία «ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό θεσμό». Και ο Γουίλιαμσον λέει ότι, ως αποτέλεσμα του τρόπου συγκρότησης της Γερουσίας, «οι πολυπληθέστερες περιφέρειές μας υποεκπροσωπούνται βαθιά στη νομοθετική διαδικασία».
Αχτίδα ελπίδας η περισσότερη συμμετοχή
Οι ΗΠΑ μπορεί να μην είναι πρότυπο δημοκρατίας, αλλά οι Αμερικανοί δεν το έχουν παρατήσει. Περισσότεροι άνθρωποι εμπλέκονται στις δημοκρατικές διαδικασίες. Η προσέλευση των ψηφοφόρων στις προεδρικές εκλογές του 2020 ήταν πάνω από 65%, υψηλότερη απ' ό,τι ήταν εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια. «Παρατηρείται αυξημένη πολιτική συμμετοχή τα τελευταία οκτώ με δέκα χρόνια», είπε ο Μπέρκμαν. «Εχει τη σημασία του».
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE