Όταν η Δύση επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία για την εισβολή στην Ουκρανία, περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητα του Κρεμλίνου να διαπραγματεύεται σε αμερικανικά δολάρια, ευρώ και άλλα νομίσματα. Οι ρωσικές τράπεζες αποκλείστηκαν από το σύστημα SWIFT και τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας σε ξένα νομίσματα πάγωσαν, με αποτέλεσμα η Μόσχα να αναγκαστεί να μετατρέψει τα εναπομείναντα αποθέματά της σε νομίσματα εκτός του ελέγχου της Δύσης, όπως για παράδειγμα σε κινεζικά γουάν.
Οι ενεργειακές συμφωνίες του Κρεμλίνου με την Κίνα οδήγησαν τις διεθνείς συναλλαγές σε γουάν σε ιστορικό υψηλό, όπως ανέφεραν την περασμένη εβδομάδα οι Financial Times (FT).
Αύξηση των συναλλαγών σε γουάν κατά 1/3
Ο αριθμός των διμερών συναλλαγών στο κινεζικό νόμισμα αυξήθηκε κατά 1/3 τον Ιούλιο, φτάνοντας στο 53% από το 40% που βρισκόταν τον ίδιο μήνα το 2021. Το 2010 το 80% των κινεζικών εξαγωγών γινόταν σε δολάρια, όπως γράφουν οι FT, από τότε όμως που ξεκίνησαν οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία, το ποσοστό αυτό υποδιπλασιάστηκε. Την ίδια περίοδο οι εξαγωγές σε γουάν αυξήθηκαν από σχεδόν 0% σε πάνω από 50% για όλες τις συναλλαγές.
«Οι συναλλαγές σε γουάν είναι βολικές τόσο για την Κίνα όσο και για τη Ρωσία», δηλώνει στην DW η Μάια Νικολάτζε από το Atlantic Council. «Η Ρωσία δεν έχει πολλές εναλλακτικές, ενώ η Κίνα ενισχύει την οικονομική της επιρροή στη Μόσχα, σημειώνοντας παραλλήλως πρόοδο στη διεθνοποίηση του γουάν».
Οι BRICS παρακολουθούν τις εξελίξεις
Το εμπόριο σε γουάν επωφελείται από τις διμερείς συμφωνίες Μόσχας και Πεκίνου που οδήγησαν τη Ρωσία στο να αυξήσει το μερίδιο του γουάν στα συναλλαγματικά της αποθέματα, ενώ έχει υπογραφεί και ειδική συμφωνία που επιτρέπει στις ρωσικές τράπεζες να έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα σε γουάν. Τα ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν επίσης ξεκινήσει να εκδίδουν και ομόλογα σε γουάν.
Άλλα κράτη, όπως οι υπόλοιπες χώρες BRICS, παρατηρούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Οι ηγέτες του οργανισμού έχουν ταχθεί υπέρ της υιοθέτησης ενός κοινού νομίσματος, με σκοπό τη δημιουργία ενός διπολικού χρηματοπιστωτικού συστήματος που θα τους επιτρέψει να εξαρτώνται λιγότερο από το δολάριο.
Ο Χανς Γκίντερ Χίλπερτ από το Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφαλείας (SWP) επισημαίνει πως πολλές χώρες από τον Παγκόσμιο Νότο «ανησυχούν» για τις δυτικές κυρώσεις και το πάγωμα των αποθεμάτων της Ρωσίας. «Εάν έχουν κι αυτές κάποιο πρόβλημα με τις ΗΠΑ στο μέλλον, θα μπορούσαν να παγώσουν και τα δικά τους αποθέματα. Γι’ αυτό και οι χώρες αυτές απομακρύνονται από το δολάριο», εξηγεί στην DW ο Χίλπερτ.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ, η αποδολαριοποίηση αποτελεί τόσο μεγάλη απειλή για τις ΗΠΑ, ώστε ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων απείλησε προσφάτως πως, εάν εκλεγεί, θα επιβάλει ακόμα και δασμούς της τάξεως του 100% στις χώρες που γυρνούν την πλάτη τους στο αμερικανικό νόμισμα.
Σ. Αραβία, Βραζιλία, Αργεντινή ακολουθούν τη Ρωσία
Το Πεκίνο έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες για την επέκταση του γουάν και με διάφορες άλλες χώρες. Τον περασμένο Νοέμβριο η Σαουδική Αραβία, από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου στην Κίνα, υπέγραψε τριετή συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με το Πεκίνο, αξίας 6,93 δισ. δολαρίων. Η συμφωνία αυτή σηματοδότησε μια σημαντική δυνητική αλλαγή στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, όπου κυριαρχούσε παραδοσιακά το αμερικανικό δολάριο.
«Η Σαουδική Αραβία πουλάει πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Κίνα. Σε αντάλλαγμα παίρνει γουάν, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά κινεζικών αγαθών ή για επενδύσεις στην Κίνα, κάτι που οι Σαουδάραβες έχουν ήδη κάνει. Πρόκειται για ένα ανταλλακτικό εμπόριο», λέει ο Χίλπερτ.
Χώρες όπως η Βραζιλία, το Ιράν, η Τουρκία και η Αργεντινή έχουν επίσης συμφωνήσει να αυξήσουν το εμπόριο που διεξάγουν σε γουάν. Στη δε περίπτωση του Ιράν, οι δυτικές κυρώσεις έχουν σπρώξει την Τεχεράνη ακόμη πιο βαθιά στην αγκαλιά του Πεκίνου. Πέρυσι το 90% του πετρελαίου που εξήγαγε το Ιράν αγοράστηκε από κινεζικά διυλιστήρια, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας Kpler -και το Ιράν πληρώνεται σε γουάν.
Η Αργεντινή, που βιώνει σκληρή οικονομική κρίση, έχει σημαντική έλλειψη αμερικανικών δολαρίων για να πληρώσει για τα προϊόντα που εισάγει, να εξυπηρετήσει τα χρέη της και να σταθεροποιήσει το αργεντίνικο πέσο. Αυξάνοντας το εμπόριό της με την Κίνα σε γουάν, η χώρα της Λατινικής Αμερικής μπορεί να διατηρήσει τα δολάρια που διαθέτει και να μειώσει την πίεση στα συναλλαγματικά της αποθέματα.
Τα capital controls φρενάρουν το γουάν
Το κινεζικό νόμισμα πάντως δεν είναι ακόμη απολύτως μετατρέψιμο σε άλλα διεθνή νομίσματα -στοιχείο κομβικό προκειμένου να γίνει αποθεματικό νόμισμα. Το Πεκίνο διατηρεί capital controls που περιορίζουν την ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίου προς και από τη χώρα.
Οι Κινέζοι ηγέτες ανησυχούν και για το ενδεχόμενο επανάληψης μιας κρίσης όπως η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997-1998, όταν και η Wall Street πόνταρε σε βάρος διαφόρων ασιατικών νομισμάτων, επειδή τα κράτη που τα χρησιμοποιούσαν ήταν βυθισμένα στα χρέη, προκαλώντας τεράστια φυγή κεφαλαίων.
Ο Χίλπερτ προσθέτει πως το να γίνει ένα νόμισμα πλήρως μετατρέψιμο έχει και ένα κόστος, το οποίο είναι η πολιτική και οικονομική αστάθεια. «Τότε το γουάν θα γίνεται και αντικείμενο νομισματικής κερδοσκοπίας, την οποία οι Κινέζοι φοβούνται».
Οι βλέψεις του Σι Τζινπίνγκ
Αν και ο ρόλος του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος φαίνεται δεδομένος σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ επανέλαβε προσφάτως τη φιλοδοξία να γίνει η Κίνα ισχυρή «οικονομική δύναμη».
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις στην προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα πολυπολικό νομισματικό σύστημα. Επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κρατικοί φορείς έχουν μεγάλο χρέος, η στεγαστική κρίση επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο, ενώ το τραπεζικό σύστημα της χώρας συνέβαλε κι αυτό στο να διατηρούνται ψηλά οι τιμές των ακινήτων. Οι εμπορικές και γεωπολιτικές εντάσεις με τη Δύση και τους γείτονες στην Ασία απειλούν επίσης τη σχετικά αργή ανάκαμψη της Κίνας από την πανδημία.
Ο Χίλπερτ εκτιμά πως η Κίνα δεν είναι πραγματικά ενσωματωμένη στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επειδή έχει «πολλές ανεπάρκειες», συμπεριλαμβανομένων των κρατικών επιχειρήσεων που λαμβάνουν υψηλές επιδοτήσεις, όπως και ένα ακατέργαστο [εγχώριο] χρηματοπιστωτικό σύστημα. «Αν θες να γίνεις μεγάλη οικονομική δύναμη, αυτή δεν είναι η κατάλληλη στρατηγική για να το πετύχεις», παρατηρεί ο Χίλπερτ.
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE