Η Ευρώπη «υπνοβατεί» σε μια πορεία εξάρτησης από τα ρωσικά λιπάσματα, όπως ακριβώς έκανε και με το αέριο, ισχυρίζεται ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς θρεπτικών συστατικών για καλλιέργειες, γράφουν οι Financial Times.
Τα αζωτούχα λιπάσματα, σημαντικά για την ανάπτυξη των φυτών, παράγονται με φυσικό αέριο και συνεπώς η Ρωσία εξάγει το μεγαλύτερο μέρος του και πάλι στην Ευρώπη, υποκαθιστώντας μέρος της σχετικής απαγόρευσης της ΕΕ, δήλωσε ο Svein Tore Holsether, διευθύνων σύμβουλος της Yara International, από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως στην παραγωγή ορυκτών λιπασμάτων με βάση το άζωτο -που εδρεύει στο Οσλο.
«Το λίπασμα είναι το νέο αέριο», είπε ο Holsether. «Είναι παράδοξο ότι έχουμε στόχο να μειώσουμε την εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία και παράλληλα υπνοβατούμε, παραδίδοντας στη Ρωσία κρίσιμη ισχύ στον τομέα τροφίμων και λιπασμάτων».
Η ΕΕ εισήγαγε διπλάσια ποσότητα ουρίας, ενός κοινού λιπάσματος, από τη Ρωσία έως τον Ιούνιο του 2023 σε ετήσια βάση, συγκριτικά με ένα χρόνο νωρίτερα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Οι εισαγωγές από τη Ρωσία για την τρέχουσα χρονιά είναι χαμηλότερες αλλά παραμένουν υψηλές, αντιπροσωπεύοντας το ένα τρίτο των συνολικών εισαγωγών ουρίας στην Ενωση.
Η τιμή των θρεπτικών συστατικών για καλλιέργειες εκτοξεύτηκε στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, καθώς οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία περιόρισαν τη διαθεσιμότητα φυσικού αερίου, κύριου συστατικού για αζωτούχα λιπάσματα όπως η αμμωνία και η ουρία.
Κατά συνέπεια επλήγησαν οικονομικά οι Ευρωπαίοι αγρότες, ενώ σε άλλα μέρη, ιδίως στην Αφρική, σταμάτησαν εντελώς να χρησιμοποιούν λιπάσματα, εις βάρος της απόδοσης και βαθαίνοντας την παγκόσμια επισιτιστική κρίση.
Έκτοτε οι τιμές των λιπασμάτων έπεσαν, ακολούθως προς τις τιμές του φυσικού αερίου, αλλά η ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων εξακολουθεί να παλεύει με δεδομένο ότι οι ρωσικές εισαγωγές καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, είπε ο Holsether.
Οι Ρώσοι παραγωγοί λιπασμάτων επωφελούνται από το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, είπε ο Holsether, προσθέτοντας ότι λειτουργούν κάτω από λιγότερους περιορισμούς ως προς τη βιωσιμότητα και ως εκ τούτου παράγουν περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς και εξαγωγείς λιπασμάτων με άζωτο παγκοσμίως. Αυτό ισχύει επίσης για την ποτάσα και τα φωσφορικά, τα οποία εξορύσσονται και δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα λιπάσματα με βάση το άζωτο.
Αν και οι δυτικές κυρώσεις εξαιρούν τις ρωσικές εξαγωγές τροφίμων και λιπασμάτων, η Μόσχα έχει παραπονεθεί ότι το εμπόριο έχει παρεμποδιστεί λόγω ανησυχιών από αγοραστές, τράπεζες και ασφαλιστές σχετικά με την εμπλοκή Ρώσων -ατόμων ή εταιρειών υπό κυρώσεις- στην εν λόγω δραστηριότητα.
Παρ' όλα αυτά, τα έσοδα από τις εξαγωγές ρωσικών λιπασμάτων αυξήθηκαν κατά 70% το 2022, λόγω των υψηλότερων τιμών.
Η Ρωσία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την αυξημένη κυριαρχία της στην αγορά λιπασμάτων για άσκηση πολιτικής επιρροής -όπως ακριβώς έκανε με τον ενεργειακό εφοδιασμό, εκτιμά ο Holsether. «Όταν παράγεις ένα προϊόν τόσο σημαντικό για την παραγωγή τροφίμων, πρόκειται για πολύ ισχυρό εργαλείο», είπε. «Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι σε κάποιο στάδιο δεν θα χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς».
«Όπως έχουμε δει, όταν οι τιμές των λιπασμάτων αυξήθηκαν, η Ευρώπη είχε τη δυνατότητα να πληρώσει περισσότερο σε σχέση με τον παγκόσμιο νότο. Αν λοιπόν χρησιμοποιηθεί ως νέο εργαλείο πολιτικής επιρροής, πάλι οι φτωχότεροι θα πληρώσουν το μάρμαρο».