Κίνα και Γερμανία θέλουν να συνενώσουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν από κοινού μελλοντικά την ειρήνη στην Ουκρανία. Το ερώτημα είναι ποιος θα είναι ο δρόμος προς τον τερματισμό του πολέμου. Και έμεινε αναπάντητο μετά τη συνάντηση του καγκελάριου Σολτς με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ.
Ο Γερμανός καγκελάριος δεν μπόρεσε να αποσπάσει από τον Κινέζο οικοδεσπότη του τη δέσμευση ότι θα συμμετάσχει στην ειρηνευτική διάσκεψη για την Ουκρανία που προγραμματίζει για τον ερχόμενο Ιούνιο η Ελβετία. Αλλά οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να συντονίσουν τις προσπάθειές τους «εντατικά και με θετική διάθεση» για πιθανές άλλες διασκέψεις. «Το θεωρώ ως απαραίτητη πρόοδο», είπε ο Σολτς στη συνέντευξη τύπου. Αλλά και σε θέματα οικονομίας παρέμειναν οι διαφορές απόψεων, κυρίως ως προς το ερώτημα τι είναι θεμιτός ανταγωνισμός. Σολτς και Σι τόνισαν παρ' όλα αυτά ότι επιθυμούν διεύρυνση της οικονομικής συνεργασίας. «Δεν θέλουμε αποσύνδεση (decoupling) από την Κίνα», επαναλάμβανε συνεχώς ο Γερμανός καγκελάριος.
Κινεζική δημιουργική ασάφεια για την ειρήνη
Τρεις ώρες και είκοσι λεπτά διήρκησε η συνομιλία των δύο ηγετών, διάρκεια που δεν συνηθίζεται. Η συνάντηση ξεκίνησε με τελετή τσαγιού και συζητήσεις διάρκειας μίας ώρας, στις οποίες συμμετείχε μια μεγάλη ομάδα, και συνεχίστηκε με κατ' ιδίαν συνάντηση. Λέγεται ότι ο Σι ήθελε να το χρησιμοποιήσει ως παραβολή για τις πιθανές λύσεις στο Ουκρανικό. Ότι όλοι πρέπει να κάθονται στο τραπέζι, αλλά κανείς δεν πρέπει να είναι στο μενού.
Από γερμανική οπτική γωνία, η Ουκρανία ήταν το θέμα απόλυτης προτεραιότητας στις πολιτικές συνομιλίες στο Πεκίνο. Στην επίσκεψη του περασμένου Νοεμβρίου ο Σολτς κατάφερε να πείσει τον Κινέζο συνομιλητή του να απορρίψει τις ρωσικές απειλές για πυρηνικό πλήγμα. Αυτή τη φορά συμπληρώθηκε με το κοινό αίτημα να μην πληγούν πυρηνικές εγκαταστάσεις σε εμπόλεμες ζώνες. Αλλά δεν έγινε κάτι που να μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως θεαματικό αποτέλεσμα. Στις προσπάθειες για ειρηνευτική διάσκεψη η κινεζική ηγεσία έκανε διαφορετικές δηλώσεις. Στην πρώτη, ότι η Κίνα θα υποστήριζε διεθνή διάσκεψη μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα την αποδέχονταν τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία. Ο πρόεδρος Πούτιν απέρριψε την ελβετική πρωτοβουλία, αλλά ούτε προσκλήθηκε.
Αργότερα οι Κινέζοι προχώρησαν σε συμπληρωματική δήλωση ότι συνεχίζουν τις συντονισμένες προσπάθειες γι' αυτή τη διάσκεψη, αλλά κι άλλες. Το πόσο μεγάλη είναι η προθυμία των Κινέζων να συμμετάσχουν στη διάσκεψη της Γενεύης παρέμεινε μέχρι τέλους ανοιχτό. Η Ελβετία θέλει να προσκαλέσει 100 χώρες και να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη φιλικά προσκείμενα στη Ρωσία, κυρίως την Κίνα. Η πυρηνική δύναμη με τα 1,4 δισ. κατοίκους θεωρείται ως ο σημαντικότερος σύμμαχος της Ρωσίας. Γι' αυτό και η διάσκεψη στην Ελβετία εξαρτάται από τη συμμετοχή της Κίνας.
O Σι αναφέρθηκε σε μια «εποχή αναταραχών κι ανατροπών», στην οποία αυξάνονται οι κίνδυνοι για όλη την ανθρωπότητα. «Για την επίλυση αυτών των προβλημάτων είναι απαραίτητο να επικρατήσει η συνεργασία ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, και υπ' αυτή την έννοια είναι σημαντική μια σταθερή συνεργασία ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες της Γερμανίας και της Κίνας», τόνισε ο Κινέζος πρόεδρος. «Από κοινού μπορούμε να δώσουμε πνοή για περισσότερη σταθερότητα και ασφάλεια στη Γη».
Προστατευτισμός και μείωση κινδύνου
Στην αρχή των συνομιλιών, ο Σολτς τόνισε στον Σι με τρόπο εμφατικό τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου. «Έμμεσα βλάπτουν ολόκληρη τη διεθνή τάξη, επειδή παραβιάζουν την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων που προβλέπεται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», είπε. Η Δύση κατηγορεί την Κίνα ότι προμηθεύει τη Ρωσία με αγαθά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για πολιτικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς, υποστηρίζοντας έτσι τη ρωσική πολεμική οικονομία. Ο Σολτς είχε ήδη ξεκαθαρίσει πριν από τη συνάντηση ότι ήθελε να αντιμετωπίσει με σαφήνεια το ζήτημα αυτό. Ο Σι, από την πλευρά του, δεν αναφέρθηκε σ' αυτό στη δήλωσή του. Είπε απλώς ότι η Κίνα «δεν αποτελεί μέρος και δεν συμμετέχει στην κρίση στην Ουκρανία». Οι διαπραγματεύσεις στο Πεκίνο ήταν και μια πρακτική δοκιμασία για τη στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Κίνα, που αποφάσισε το περασμένο καλοκαίρι.
Σ' αυτήν αναφέρεται ότι η Κίνα ορίζεται ως εταίρος και ανταγωνιστής, συστημικός ανταγωνιστής που κυβερνάται με σιδηρά πυγμή. Πυρήνας της στρατηγικής είναι η μείωση της οικονομικής εξάρτησης από την Κίνα, για να αποφευχθεί ένα σενάριο τρόμου σαν αυτό που βιώθηκε με τη διακοπή χορήγησης ρωσικού φυσικού αερίου. Αυτό αποκαλείται de-risking, μείωση του κινδύνου.
Ο Σι τόνισε ότι η συνεργασία της χώρας του με τη Γερμανία δεν αποτελεί κίνδυνο, αλλά «εγγύηση σταθερότητας των σχέσεων». Όπως και ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ, με τον οποίο επίσης συναντήθηκε ο Σολτς, προχώρησε σε επείγουσα προειδοποίηση κατά των οικονομικών μέτρων προστατευτισμού. «Γερμανία και Κίνα εξαρτώνται από τη βιομηχανία και υποστηρίζουν το ελεύθερο εμπόριο», τόνισε ο Σι. «Και σ' αυτό το πλαίσιο θα πρέπει και οι δύο πλευρές να προστατεύονται από την αύξηση του προστατευτισμού».
Οι αναφορές του Σι επ' αυτού ρίχνουν βέλη προφανώς στο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερευνά αυτή την εποχή κατά πόσο επιδοτείται αθέμιτα η πώληση κινεζικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη. Αναφερόμενος στην έννοια του δίκαιου ανταγωνισμού, ο Σολτς ανέφερε την ισότιμη πρόσβαση στις αγορές, την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων και την αναγκαιότητα αξιόπιστου νομικού πλαισίου.
Τρεις μέρες στην Κίνα
Κατά τα άλλα, ήταν η δεύτερη επίσκεψη του καγκελάριου στην Κίνα. Η πρώτη, τον Δεκέμβριο του 2021, είχε διάρκεια λίγων ωρών λόγω πανδημίας. Αυτή τη φορά αφιέρωσε τρεις μέρες και, σημειωτέον, ποτέ άλλοτε δεν έχει διαθέσει τόσο χρόνο για επίσκεψη σε μια χώρα. Εκτός από το Πεκίνο επισκέφθηκε τις δύο οικονομικές μητροπόλεις Τσονγκτσίνγκ και Σανγκάη. Στο Πεκίνο συνοδεύονταν από πλειάδα μάνατζερ και 3 υπουργούς, οι οποίοι και υπέγραψαν συμφωνίες για το εμπόριο βοείου κρέατος, αυτόνομης οδήγησης και κυκλικής οικονομίας.
ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE